Κάποια στιγμή να δούμε πέρα από τα φαντάσματα της ιστορίας
Η ιστορία είναι γεμάτη από φαντάσματα. Δηλαδή, πτυχές της που μοιάζουν ξεχασμένες και ξαφνικά θυμίζουν την ύπαρξή τους, εκεί που δεν το περιμένει κανείς.
Το σκεφτόμουν αυτό κοιτώντας τις σχετικά μαζικές εκδηλώσεις γύρω από την κηδεία του Κωνσταντίνου Γλύξμπουργκ.
Βεβαίως, κανονικά δεν θα έπρεπε να προκαλούν έκπληξη. Κάπου 30% πήρε η «βασιλευομένη» στο δημοψήφισμα του 1974 και – κακά τα ψέματα – ένα μεγάλο μέρος της μετεμφυλιακής δεξιάς είχε και τη βασιλεία ως ιδεολογία. Δεν είναι παράλογο ακόμη και μερικές δεκαετίες μετά να υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που σκέπτονται με τέτοιο τρόπο.
Ιδίως σε εποχές που οι πολιτικές ταυτότητες έχουν να κάνουν συχνά πολύ περισσότερο με την εικόνα παρά με την ουσία. Κάτι που σημαίνει ότι για κάποιους ανθρώπους το σημαντικό δεν ήταν τόσο να πουν ότι «νοσταλγούν» τη βασιλεία, όσο να υπογραμμίσουν ότι είναι «αληθινοί δεξιοί».
Και εκεί είναι που τα «φαντάσματα της ιστορίας» αποκτούν υπόσταση. Όχι γιατί κινδυνεύει το πολίτευμα, όσο γιατί αποτυπώνονται οι πραγματικές πολιτικές «κουλτούρες» έστω και σε συμβολικό επίπεδο.
Ιδίως σε μια χώρα που για πολλά χρόνια, ήδη από την εποχή του Κωνσταντίνου Καραμανλή κυριάρχησε η λογική ότι μπορούσε η κεντροδεξιά να «ενσωματώνει» και πλευρές της «σκληρής» δεξιάς, αρκεί να τις «συγκρατεί». Πολλά, άλλωστε, τα παραδείγματα πολιτικών που έκαναν αυτή τη μεταπήδηση από την ακροδεξιά προς την κεντροδεξιά.
Όμως, η «ενσωμάτωση» αυτή δεν έπιανε πάντα και τότε άρχιζαν τα «φάλτσα».
Όσο για το πόσο ενεργή ήταν η αναπαραγωγή μιας ακροδεξιάς πολιτικής κουλτούρας, τροφοδοτημένη και από την πολιτική κρίση της περασμένης δεκαετίας το καταλάβαμε όλοι πολύ καλά όταν η Χρυσή Αυγή μπήκε στη Βουλή. Εκεί τα «φαντάσματα» πήραν πολύ υλική και κυρίως πολύ επικίνδυνη μορφή.
Όμως, το ερώτημα είναι γιατί τα «φαντάσματα» μπορούν να έχουν απήχηση. Τι είναι αυτό που κάνει τις ιδεολογίες να αναζητούν την ταύτιση με πραγματικότητες και θεσμούς που έχουν κλείσει τον ιστορικό τους κύκλο;
Εδώ είναι που υπεισέρχεται ο ίδιος ο τρόπος που μεταλλάσσονται οι πολιτικές ταυτότητες στην εποχή μας.
Ο τρόπος, δηλαδή, που διαρκώς χάνουν στοιχεία λόγου, προγράμματος, στρατηγικής, και ξεπέφτουν στην εικόνα και στην αισθητική.
Τα «φαντάσματα» βολεύουν γιατί είναι κατεξοχήν «εικόνες».
Μόνο που αυτό ενέχει και τον μεγάλο κίνδυνο: οι ιδεολογίες, ακόμη και οι συντηρητικές, οι «αντιδραστικές», όταν είναι κυρίως λόγος και στρατηγική, καλούνται διαρκώς να απαντήσουν σε πραγματικές κριτικές, είναι μέσα στο διάλογο, είναι τμήμα μιας συγκροτημένης πολιτικής αντιπαράθεσης.
Όμως, όταν γίνονται εικόνα, αισθητική, «ποστάρισμα», τότε δεν μπαίνουν σε κανένα διάλογο, γίνονται τμήματα μιας «οπαδικού» τύπου πολιτικής αντιπαράθεσης, διαλύουν την πολιτική συζήτηση και διαμορφώνουν ευνοϊκό έδαφος για κάθε λογική πολιτικού «τσαμπουκά».
Ακόμη και εάν αυτό σημαίνει τα παράξενα υβρίδια να θεωρεί ο άλλος ότι είναι νεοφιλελεύθερος, να διατρανώνει ότι είναι «ευρωπαϊστής» και μετά να δηλώνει και λίγο βασιλόφρων.
Η πολιτική ποτέ δεν μπορεί – και με μια έννοια δεν πρέπει κιόλας – να πάρει διαζύγιο από την ιστορία.
Όμως, μπορεί να κινείται πέρα από τον χορό των κάθε λογής φαντασμάτων.