Ο Κώστας Καζάκος έδειξε ότι η στράτευση στην τέχνη και η στράτευση στον αγώνα μπορούν και πρέπει να συνδυάζονται
Θυμάμαι ακόμη τη χολή με την οποία είχαν αντιμετωπίσει πριν από κάποια χρόνια τον Κώστα Καζάκο διάφοροι σχολιαστές που ήθελαν να είναι «συστημικότεροι» του συστήματος για το γεγονός ότι ο Κώστας Καζάκος είχε συμμετάσχει σε εκείνο το «Δικαστήριο των Λαών» που είχε «καταδικάσει» τον Κλίντον για τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία.
Βεβαίως, εκείνο το χάπενινγκ στο οποίο είχε συμμετάσχει μια χαρά είχε γίνει αποδεκτό από τους ανθρώπους που είχαν συμμετάσχει στις πολύ μεγάλες διαδηλώσεις εκείνων των ημερών, εάν αναλογιστούμε ότι η οργή για όσα είχαν γίνει λίγους μήνες πριν ήταν ακόμη έντονη.
Το αναφέρω αυτό γιατί υπήρξε συχνά η τάση να αντιμετωπίζεται ο Καζάκος ως ένας άνθρωπος που κυρίως «προπαγάνδιζε». Μόνο, που αυτό απλώς σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνουμε ότι για τον Καζάκο η στράτευση στην τέχνη και η στράτευση στον αγώνα ήταν αδιαχώριστες.
Πρώτα από όλα ο Καζάκος είναι ένας από τους σπουδαιότερους έλληνες ηθοποιούς και του κινηματογράφου και του θεάτρου. Με μια εξαιρετική ικανότητα να παίζει ρόλους με μεγάλη ένταση και δραματικότητα, με ένα πρόσωπο που ταίριαζε στη μεγάλη οθόνη, παρότι δεν ήταν ένας τυπικός «κινηματογραφικός γόης», ούτε επέλεξε ποτέ να προσαρμοστεί σε στερεότυπα. Και μπορεί οι περισσότερες ταινίες που έπαιξε να ήταν του «παλιού ελληνικού κινηματογράφου», όμως αυτό δεν μειώνει τη δύναμη της παρουσίας του στη μεγάλη οθόνη.
Έγραψε, όμως, ιστορία και στο θέατρο και ίσως γιατί εκεί ξεδίπλωσε ακόμη περισσότερο το μεγάλο ταλέντο. Και μερικές από τις παραστάσεις στις οποίες συμμετείχε έγιναν κομμάτι της νεώτερης ιστορίας. Ποιος μπορεί να ξεχάσει το «Μεγάλο μας Τσίρκο»;
Και ο Καζάκος ήταν ένας άνθρωπος ταγμένος στο θέατρο, βαθιά πεπεισμένος ότι είναι μια αναντικατάστατη πλευρά της σύγχρονης παιδείας και του πολιτισμού. Και αυτό φαινόταν στις επιλογές των έργων που έκανε και στο πώς προετοίμαζε τις παραστάσεις.
Άλλωστε ιδίως από τη δεκαετία του 1970 και μετά έδειξε ότι δεν είχε διάθεση να είναι απλώς ένας «κινηματογραφικός αστέρας». Φάνηκε αυτό και στο δρόμο που ακολούθησε με συνέπεια μαζί με τη σύντροφό του Τζένη Καρέζη, μια πολύ σπουδαία ηθοποιό που επίσης έδειξε ότι δεν ήθελε να μείνει στα στενά όρια του τότε ελληνικού «σταρ-σύστεμ».
Ο Καζάκος ήταν αριστερός και κομμουνιστής και δεν το έκρυψε. Αντιθέτως, το έκανε πράξη με όσους περισσότερους τρόπους μπορούσε. Ήταν ενεργός στους μεγάλους αγώνες της μεταπολίτευσης και τίμησε με την παρουσία του τη Βουλή ως βουλευτής του ΚΚΕ.
Πάνω από όλα ήταν μια σπουδαία και ολοκληρωμένη προσωπικότητα, ακριβώς γιατί συνδύαζε την παιδεία, την τέχνη και τη στράτευση.
Ήταν η συμπύκνωση αυτού που κάποτε λεγόταν «αγωνιστική στάση ζωής», δηλαδή του να βλέπεις τη ζωή και την ύπαρξη σου ως τμήμα ενός συλλογικού οράματος και μιας ιστορικής διαδικασίας που σε υπερβαίνει και γι’ αυτό πρέπει να στρατευτείς σε αυτή.
Σήμερα όλα αυτά φαντάζουν ίσως «ξεπερασμένα». Έχουμε εξιδανικεύσει μια λογική «επιτυχίας» που συχνά πλησιάζει τον κυνισμό. Υποτιμούμε τη σημασία που έχει στη ζωή η αγωνιστικότητα και τα ιδανικά. Μένουμε στο βραχύ χρόνο και χάνουμε την ιστορία.
Ο Καζάκος δεν τα έκανε όλα αυτά. Επέλεξε έναν άλλο δρόμο. Πιο τραχύ αλλά και πιο σημαντικό. Και γι’ αυτό το αποτύπωμά του ήταν πιο βαθύ. Και η αίσθησης απώλειας τώρα πιο μεγάλη.