Η εισαγγελική παρέμβαση για την υπόθεση Λιγνάδη έδειξε πώς μπορεί να λειτουργούν οι θεσμοί
Κάποιες φορές πρέπει να έχουμε περισσότερη εμπιστοσύνη στους θεσμούς και την ικανότητά τους να ανταποκρίνονται στις προκλήσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν.
Αυτό αφορά και στην περίπτωση της Δικαιοσύνης.
Υπήρξε μία απόφαση ενός δικαστηρίου για την υπόθεση Λιγνάδη.
Η απόφαση αυτή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και δικαιολογημένα: όσοι είχαν παρακολουθήσει την υπόθεση αυτή συστηματικά αντιλαμβάνονταν ότι υπήρχαν πολύ περισσότερα στοιχεία και ενδείξεις.
Δηλαδή, η απόφαση αυτή όντως στη δημόσια σφαίρα συνάντησε επικρίσεις.
Αυτό από μόνο του δεν ήταν κακό. Οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης δεν είναι υπεράνω κριτικής. Είναι άλλο πράγμα ο σεβασμός σε αυτές, άλλο το εάν θα κριθούν ή όχι.
Σε εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή ανοίγονταν δύο δρόμοι.
Ο ένας ήταν αυτός του να μείνουν όλα σε μια εκτόνωση στη δημόσια σφαίρα, σε εύκολες γενικεύσεις, και σε μια εύκολη πολεμική για το πόσο χάλια είναι το «σύστημα».
Τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν – από την ανάποδη – και όσοι έψαξαν να βρουν τρόπο να πουν περίπου «τον αδικήσατε τον άνθρωπο», οι οποίοι περίπου πανηγύρισαν την απόφαση.
Ο άλλος δρόμος ήταν να υπάρξει μια ορισμένη εμπιστοσύνη στην ικανότητα των θεσμών να ανταποκρίνονται σε ερωτήματα. Για να είμαι σαφής και η τεκμηριωμένη – κατά προτίμηση από ανθρώπους με γνώση και επάρκεια – κριτική σε μια δικαστική απόφαση, τμήμα της λειτουργίας των θεσμών είναι.
Κυρίως σήμαινε μια εμπιστοσύνη στο ότι και η Δικαιοσύνη είχε τρόπους να αντιμετωπίσει την κατάσταση.
Αυτό ακριβώς έκανε και η εισαγγελική παρέμβαση έφεση που ασκήθηκε. Μια κίνηση που όντως άλλαξε τα δεδομένα και δίνει πραγματική διέξοδο στην κατάσταση που είχε δημιουργηθεί. Και που με αυτόν τον τρόπο επιτρέπει να οικοδομηθεί ξανά εμπιστοσύνη στους θεσμούς.
Προφανώς και η συζήτηση δεν τελειώνει εδώ. Οφείλουμε από αυτή την υπόθεση να βγάλουμε συμπεράσματα. Χρειάζονται όλοι οι παράγοντες που εμπλέκονται, οι διωκτικές αρχές, τα δικαστήρια, οι δικηγόροι, τα ΜΜΕ να αντιληφθούν ότι είμαστε σε μια νέα φάση σε σχέση με την αντιμετώπιση του βιασμού και της σεξουαλικής βίας.
Το γεγονός ότι καταλάβαμε ότι βιασμός είναι κάθε σεξ χωρίς συναίνεση. Το γεγονός ότι αντιλαμβανόμαστε ότι δεν μπορούν να θυματοποιούνται τα θύματα ξανά. Η κατανόηση ότι μετράει σημαντικά η μαρτυρία. Η επίγνωση ότι η δημοσιότητα της δίκης δεν μπορεί να είναι διαπόμπευση των θυμάτων. Η ανάγκη τα δικαστήρια να καταλάβουν ότι χρειάζεται να γίνει σαφές ότι δεν μπορεί να υπάρχει ατιμωρησία στο βιασμό. Όλα αυτά αποτελούν πράγματα που κατανοήσαμε από αυτή την υπόθεση και τελικά πραγματικά βήματα προόδου.
Δηλαδή, βήματα ώστε οι θεσμοί να κάνουν όντως τη δουλειά τους για να αντιμετωπίσουμε το βιασμό και όλες τις μορφές σεξουαλικής βίας.
Γιατί αυτό χρειαζόμαστε: θεσμούς που να λειτουργούν – και να μαθαίνουν και από τα λάθη τους – και όχι εύκολες εκτονώσεις και κραυγές.
Γιατί οι κραυγές κάποτε ξεχνιούνται, ενώ οι θεσμοί μένουν.