Όταν δεν μπορείς να κερδίσεις φίλους, τουλάχιστον προσπάθησε να έχεις τους σωστούς εχθρούς. Αυτή την αρχή φαίνεται να επιλέγουν όλο και περισσότερο στα ηγετικά κλιμάκια του ΣΥΡΙΖΑ για να διαχειριστούν τις αντιφάσεις μιας δύσκολης περιόδου.
Παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να παρουσιάσει την εικόνα ότι τα πράγματα πάνε καλά και το αφήγημα περί της εξόδου από τα μνημόνια είναι υπό έλεγχο, τα πράγματα είναι δύσκολα. Οι δανειστές για να δώσουν τη συναίνεσή τους στη χρήση της φράσης «μνημόνιο τέλος», γιατί περί φράσης πρόκειται όχι ουσιαστικής μεταβολής ως το βάθος της επιτήρησης, απαιτούν ολοένα και περισσότερα μέτρα, τα οποία, με τη σειρά τους, καθιστούν ακόμη πιο δύσκολο για την κυβέρνηση να πάει σε εκλογές όπου οι πανηγυρισμοί για το τέλος των μνημονίων να μπορούν να καλύψουν τις διαμαρτυρίες για την απώλεια συντάξεων και μισθών.
Η τυπική είσοδος σε φάση ανάπτυξης δεν σημαίνει και πραγματική άνθιση της οικονομίας, αφού οι ρυθμοί ανάπτυξης παραμένουν αναιμικοί και τα σχεδιαζόμενα μέτρα προμηνύουν ακόμη μεγαλύτερη περιστολή της διαθέσιμης ζήτησης. Η ανεργία υποχωρεί αλλά με ρυθμούς που μάλλον σε στασιμότητα παραπέμπουν παρά σε μαζική επιστροφή στην εργασία. Το τοπίο στα εθνικά θέματα δείχνει να εγκυμονεί κινδύνους που η αναγκαστικά κατευναστική στάση της ελληνικής κυβέρνησης και η δέσμευσή της σε συγκεκριμένους ευρωατλαντικούς προσανατολισμούς δεν επιτρέπουν ένα αίσθημα ασφάλειας, ακόμη και εάν ευοδωθούν οι διαπραγματεύσεις με την ΠΓΔΜ.
Κοντολογίς, τα πράγματα δεν είναι εύκολα για την κυβέρνηση. Και δεν θα μπορεί για πολύ να τη στηρίζει απλώς η αμηχανία και ο κατακερματισμός της αντιπολίτευσης. Σε αυτό το φόντο το σχέδιο για να διατηρήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων μπροστά στη μακρά προεκλογική περίοδο που ανοίγει καθίσταται όλο και πιο δύσκολο.
Ακόμη περισσότερο, ειδικά η απαίτηση επιπλέον μέτρων από τους δανειστές και η απουσία σημαδιών μιας πραγματικής αναπτυξιακής στροφής, απειλεί να διακυβεύσει και τις σχέσεις της κυβέρνησης με τον σκληρό πυρήνα του δικού της πολιτικού και εκλογικού ακροατηρίου, δηλαδή λαϊκά στρώματα που ακόμη και εάν δεν είδαν βελτίωση, δεν είδαν επιδείνωση, πήραν τις παραλλαγές του κοινωνικού μερίσματος και κυρίως φοβούνται για το ενδεχόμενο να έρθει η ακόμη πιο νεοφιλελεύθερη πολιτική του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Σε αυτό το τοπίο η κυβέρνηση αποφασίζει να προσφέρει κυρίως τη σύγκρουση με τους «κακούς». Για την ελληνική πολιτική ζωή είναι γνωστό ότι η «κάθαρση» είναι μια ιδιότυπη παραλλαγή «άρτου και θεάματος» για το εκλογικό ακροατήριο. Μια διαπόμπευση που σκοπό δεν έχει να εξαλειφθούν όντως οι αιτίες που προκαλούν τα σκάνδαλα αλλά να έχει πρόσκαιρα το φιλοθεάμον κοινό τη χαρά να δει τα λιοντάρια στην αρένα να παίρνουν το πάνω χέρι. Δεδομένου μάλιστα ότι από προηγούμενες κυβερνήσεις είχε υπάρξει ένα τεράστιο πάρτι ασυδοσίας αφορμές υπήρχαν πολλές.
Αυτό εξηγεί την ακολουθία της μεταχείρισης των διαφόρων σκανδάλων από το ΚΕΕΛΠΝΟ και τη Novartis μέχρι τη χρηματοδότηση των κομμάτων. Μικρή σημασία έχει ότι στο τέλος η πολιτική που εφαρμόζεται είναι περίπου η ίδια. Το βασικό είναι να φαίνεται ότι γίνονται αποκαλύψεις και χρεώνονται ευθύνες.
Με τον ίδιο τρόπο θέλουν να μεταχειριστούν και διάφορες ποινικές υποθέσεις. Και εδώ μικρή σημασία έχει εάν υπάρχουν στοιχεία, εάν τεκμηριώνονται ευθύνες, εάν στέκουν λογικά οι κατηγορίες, εάν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις σκευωρίας. Το βασικό είναι να φανεί ότι η κυβέρνηση συγκρούεται με ολιγάρχες. Άλλωστε, δεν χρειάζονται πολλά: ένας δυο δραστήριοι ανακριτικοί υπάλληλοι, εισαγγελείς πρόθυμοι να μετατρέψουν την ένα αφήγημα σε ποινική δίωξη , υπουργοί έτοιμοι να δώσουν πολιτική κάλυψη και δημοσιογράφοι διαθέσιμοι προς πώληση της ιστορίας σε ένα κοινό που αντιμετωπίζει την πολιτική όλο και περισσότερο ως θέαμα.