Δολοφονίες οπαδών, ακροδεξιές διασυνδέσεις, διάχυτη βία ρίχνουν τη σκιά τους στη Θεσσαλονίκη και θέτουν το ερώτημα: που βρίσκονται οι ευθύνες;
Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη με μεγάλη ιστορία, αλλά και κάποιες σκοτεινές στιγμές ιδίως από τον 20ο αιώνα και μετά.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει ότι στη Θεσσαλονίκη υπήρξε στη δεκαετία του 1930 υπαρκτό κλίμα αντισημιτισμού, παρότι οι ελληνικές κυβερνήσεις μετά την απελευθέρωση της Βόρειας Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία προσπάθησαν να ενσωματώσουν την Εβραϊκή Κοινότητα;
Ποιος μπορεί να ξεχάσει ότι η καταστροφή του μεγάλου Εβραϊκού Νεκροταφείου στη Θεσσαλονίκη έγινε και με πρωτοβουλία ελληνική και οι ταφόπλακες χρησιμοποιήθηκαν με ποικίλους τρόπους;
Ποιος μπορεί να ξεχάσει ότι τα μετεμφυλιακά χρόνια ήταν δύσκολα και φορτισμένα στη Θεσσαλονίκη και ότι σε αυτή την πόλη ήταν που δολοφονήθηκε ο Γρηγόρης Λαμπράκης ύστερα από μια σύμπραξη επίσημων αρχών και παρακρατικών μηχανισμών (κάτι που θυμήθηκε και ο πρωθυπουργός τιμώντας τη μνήμη του αδέκαστου ανακριτή της υπόθεσης και μετέπειτα Προέδρου της Δημοκρατίας Χρήστου Σαρτζετάκη);
Ποιος μπορεί να ξεχάσει ότι σε αυτή την πόλη δολοφονήθηκε από βασανιστές της Χούντας ο πρώην βουλευτής της ΕΔΑ Γιώργης Τσαρουχάς το 1968;
Ποιος μπορεί να ξεχάσει ότι αργότερα, μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, θα είναι σε αυτή την πόλη που η ανησυχία γύρω από το Μακεδονικό θα μετατραπεί σε ένα κλίμα σκληρού εθνικισμού που θα καταγραφεί σε διάφορες στιγμές τις τελευταίες δεκαετίες;
Ποιος μπορεί να ξεχάσει ότι την ώρα που γίνονταν συλλαλητήρια για τη Μακεδονία, κάποιοι πήγαιναν και πυρπολούσαν καταλήψεις;
Και ποιος μπορεί να ξεχάσει ότι σε αυτή την πόλη είχαμε δύο άγριες δολοφονίες οπαδών μέσα σε διάστημα δύο ετών;
Δύο δολοφονίες που συγκλόνισαν και αποκάλυψαν μια κουλτούρα οργανωμένης άγριας οπαδικής βίας που έχει αναπτυχθεί.
Ξέρω ότι πολύ θα πουν ότι έχουμε να κάνουμε με μεμονωμένα περιστατικά και ότι δεν μπορούμε να κάνουμε συνδέσεις, ιδίως όταν μιλάμε για τόσο διαφορετικές ιστορικές περιόδους.
Και προφανώς έχουμε να κάνουμε με διαφορετικές περιστάσεις.
Όμως, το κοινό νήμα μιας ακροδεξιάς κουλτούρας βίας, μιας τροφοδοσίας του μίσους και μιας σύνδεσης με κέντρα εξουσίας, τυπικά και άτυπα υπάρχει.
Ή για να το πω διαφορετικά: πρέπει να δούμε τι φταίει και επανέρχεται στο προσκήνιο αυτή η «σκοτεινή πλευρά» της Θεσσαλονίκης, έστω και με νέες μορφές.
Γιατί κάποιοι διεκδίκησαν να είναι οι νέοι «άρχοντες της πόλης».
Επένδυσαν σε επιχειρήσεις αλλά και στο ποδόσφαιρο, διεκδίκησαν να επηρεάσουν τα τοπικά πράγματα, παίζουν ρόλο στο πώς «γαλουχούνται» οπαδοί.
Και όταν φαίνεται ότι εντός αυτών των οπαδών αναπαράγεται ακροδεξιά κουλτούρα βίας, νοοτροπία συμμορίας και πρακτικές δολοφονικών επιθέσεων, αυτοί που διεκδίκησαν να είναι οι πραγματικοί «άρχοντες της πόλης» καλούνται να πάρουν θέση.
Να αναλάβουν την ευθύνη, να εξηγήσουν εάν και ποια μέτρα πήραν για να μην υπάρχει τέτοια κουλτούρα δολοφονικής βίας, να δείξουν ότι θέλουν να αλλάξουν τα πράγματα.
Γιατί διαφορετικά, είτε το θέλουν είτε όχι, θα είναι μέρος του προβλήματος.