Οι εξελίξεις στο Αφγανιστάν είναι άλλη μια απόδειξη ότι ο κόσμος αλλάζει και αυτή είναι μια τεράστια πρόκληση
Ο κόσμος δεν μένει ίδιος. Και τίποτα δεν το δείχνει καλύτερα από τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν. Γιατί μπορεί πολλοί να τις σκέφτονται με όρους μιας κυκλικής κίνησης, εφόσον τελικά επιστρέφουμε σε μια κατάσταση όπου οι Ταλιμπάν επιστρέφουν στην εξουσία, όμως στην πραγματικότητα αυτό που διαμορφώνεται είναι ένα νέο τοπίο σε σχέση με είκοσι χρόνια πριν.
Το βάθος αυτών των αλλαγών μπορεί να μην γίνεται αντιληπτό στην κλίμακα που του αναλογεί, άλλωστε είναι συχνό το φαινόμενο να διαβάζουμε τον σημερινό κόσμο μέσα από το πρίσμα των χτεσινών καταστάσεων, όμως αυτό δεν αναιρεί τη βαρύτητά τους. Και η πρόκληση είναι να κατανοήσουμε αυτές τις αλλαγές και το τι σημαίνουν για τις πολιτικές που πρέπει να ασκηθούν.
Είκοσι χρόνια πριν…
Εάν θυμηθούμε το πώς ήταν ο κόσμος το 2001 θα κατανοήσουμε καλύτερα το μέγεθος των αλλαγών που έχουν προηγηθεί.
Ήταν η εποχή του θριάμβου μιας εκδοχής παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, ενίοτε θριάμβου της ιδεολογίας περισσότερο παρά της πραγματικότητας. Παρά την κλιμάκωση του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, με πρώτο ορόσημο το Σηάτλ το 1999 και δεύτερο τη Γένοβα το 2001, οι παγκόσμιες ελίτ έβλεπαν το θέαμα ενός κόσμου πλήρως κυριαρχημένου από μια εκδοχή καπιταλιστικής οικονομίας που δεν περιοριζόταν στη Δύση, αλλά επεκτεινόταν στη Ρωσία και την Κίνα.
Είχε προηγηθεί η νομισματική κρίση της Νοτιοανατολικής Ασίας και η «φούσκα» των εταιριών του διαδικτύου, αλλά όλοι πίστευαν ότι αυτή ήταν η μέγιστη κλίμακα κρίσεων που μπορούσε να αντιμετωπίσει (και να απορροφήσει) η παγκόσμια οικονομία.
Στο γεωπολιτικό επίπεδο η Δύση έδειχνε κυρίαρχη. Η αμερικανική πρωτοκαθεδρία έδειχνε δεδομένη και είχε πλέον και τη νομιμοποίηση των «ανθρωπιστικών επεμβάσεων» όπως φάνηκε και στη ρητορική γύρω από τους βομβαρδισμούς στην πρώην Γιουγκοσλαβία.
Το ΝΑΤΟ αναδεικνυόταν σε βασικό μηχανισμό συλλογικής ασφάλειας, η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε εγκαταλείψει κάθε σκέψη για αυτοτελή ευρωπαϊκό μηχανισμό συλλογικής ασφάλειας και ακόμη και πρώην ορκισμένοι εχθροί των ΗΠΑ αναζητούσαν πλέον αναβαθμισμένες σχέσεις με τη Δύση.
Ακόμη και η 11η Σεπτεμβρίου μπορεί να υπήρξε ένα τεράστιο σοκ, αλλά σε πρώτη φάση φάνηκε να δικαιώνει όσους υποστήριζαν τη θέση ότι η υπό αμερικανική ηγεσία Δύση κυριαρχούσε. Αρκεί να αναλογιστούμε πόσο γρήγορα ηττήθηκαν οι Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν αλλά και τη σχετική ευκολία με την οποία οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους κατάφεραν να καταλάβουν το Ιράκ.
Προφανώς και υπήρξαν φωνές που διαμαρτύρονταν για την αυτοκρατορική αλαζονεία των ΗΠΑ και το αντιπολεμικό κίνημα υπήρξε μία από τις βασικές πηγές τροφοδοσίας ενός νέου κύματος αριστερής πολιτικοποίησης, ιδίως στον αγγλοσαξωνικό κόσμο, όμως όλα έδειχναν ότι ο 21ος αιώνας θα ήταν ένας «ακόμη πιο αμερικανικός αιώνας» και θα κυριαρχούσε παγκοσμίως ο συνδυασμός ανάμεσα στη φιλελεύθερη δημοκρατία και την οικονομία της αγοράς.
Οι παραλλαγές της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς κυριαρχούσαν στην εκπροσώπηση της ίδιας πάνω-κάτω πολιτικής.
20 χρόνια μετά…
Ο κόσμος είναι πολύ διαφορετικός.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ολοκληρώνουν την αποχώρησή τους από το Αφγανιστάν, στο οποίο έχουν επιστρέψει στην εξουσία οι Ταλιμπάν, αυτοί για την εκδίωξη των οποίων έγινε επέμβαση αρχικά πριν από είκοσι χρόνια. Εάν η κατάσταση σταθεροποιηθεί, μετά από πολλά χρόνια ένα ένοπλο ισλαμικό κίνημα θα έχει κατορθώσει να πάρει την εξουσία κόντρα στη βούληση των ΗΠΑ.
Ταυτόχρονα, προχωρά και η πλήρης αποχώρησή των ΗΠΑ από το Ιράκ όπου το κλίμα κάθε άλλο παρά φιλοαμερικανικό είναι.
Το Ιράν παρά τις κυρώσεις που έχει υποστεί δεν δείχνει διατεθειμένο να κάνει μεγάλες υποχωρήσεις στις ΗΠΑ κατά τις διαπραγματεύσεις για να ενεργοποιηθεί ξανά η Συμφωνία για το Πυρηνικό Πρόγραμμα.
Κίνα και Ρωσία δεν αντιμετωπίζονται πλέον ως τμήμα της «παγκοσμιοποίησης» αλλά ως ανταγωνιστές των ΗΠΑ και ως απειλές.
Οι ΗΠΑ δοκιμάζουν τη στρατηγική του «Νέου Ψυχρού Πολέμου» κυρίως απέναντι στη Ρωσία, αλλά αντί αυτό να οδηγεί σε κυριαρχία τους απλώς επιταχύνει τη μετάβαση σε έναν πιο κατακερματισμένο και πολυκεντρικό κόσμο.
Η μεγάλη οικονομική κρίση του 2008 κλόνισε την εμπιστοσύνη στη δύναμη της αγοράς να αυτορυθμίζεται και τα μεγάλα προβλήματα των δυτικών χωρών στην αντιμετώπιση της πανδημίας, συμπεριλαμβανομένης μιας μεγάλης οικονομικής ύφεσης, σε αντιδιαστολή το πώς κινήθηκαν τα πράγματα σε χώρες όπως η Κίνα, έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη στην «υπέρτερη αποτελεσματικότητα» της Δύσης.
Παρά τη ρητορική περί «λιγότερου κράτους» που κυριάρχησε ήδη από τα τέλη του περασμένου αιώνα, η απάντηση στην πανδημία – αλλά και το αίτημα των κοινωνιών – ήταν η ακόμη μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση και ρύθμιση.
Τα συστημικά κόμματα παγκοσμίως συναντούν δυσκολίες να πείσουν ή να διαμορφώσουν μια θετική δυναμική γύρω τους, την ώρα που λαϊκιστικά ρεύματα κερδίζουν σε απήχηση και η ακροδεξιά βρίσκει πρόσφορο έδαφος.
Η κλιματική αλλαγή διαμορφώνει νέα δεδομένα και νέους τεράστιους κινδύνους.
Να καταλάβουμε ότι ο κόσμος αλλάζει
Όλα αυτά δεν έχουν αξία εάν μείνουν απλώς στο επίπεδο των διαπιστώσεων. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι το πολιτικό σύστημα, αλλά και συνολικά οι πολιτικές, πνευματικές και οικονομικές ελίτ στις περισσότερες χώρες εξακολουθούν να σκέφτονται και να πράττουν ως εάν ο κόσμος να μην έχει αλλάξει.
Όσο πιο σύντομα συνειδητοποιήσουμε τις αλλαγές που έχουν συμβεί και τους νέους όρους που διαμορφώνουν για κρίσιμα ερωτήματα, τόσο το καλύτερο.
Και τα ερωτήματα αυτά αφορούν όλες τις παραμέτρους της σύγχρονης ζωής: το πώς ορίζουμε τη δημοκρατία και την ελευθερία στην εποχή των fake news και των ψηφιακών μέσων ενημέρωσης αλλά και επιτήρησης, το πώς ορίζουμε μια πολιτική για την ειρηνική συνύπαρξη και την αποφυγή εντάσεων, το πώς ορίζουμε την ανάπτυξη στο φόντο της κλιματικής αλλαγής, το πώς φέρνουμε ξανά στο προσκήνιο έννοιες όπως δικαιοσύνη και κοινωνική πρόοδος, το πώς εξασφαλίζουμε καλύτερη συνύπαρξη πολιτισμών.
Αυτό ας το αναλογιστούν οι πολιτικές ηγεσίες. Το μέλλον δεν θα κριθεί στα επικοινωνιακά τερτίπια, αλλά στην ποιότητα των απαντήσεων στα παραπάνω κρίσιμα ερωτήματα.