Κάποια στιγμή πρέπει να μιλήσουμε για τους εργαζομένους και την οικονομία με πραγματικούς όρους
Φοβάμαι ότι είτε πρόκειται για τους σχεδιαστές της κυβερνητικής πολιτικής είτε για την αντιπολίτευση, είτε για κάθε λογής αναλυτές, μιλάμε διαρκώς για την εργασία χωρίς να σκεφτόμαστε τους εργαζομένους.
Με αυτό εννοώ ότι είναι εύκολο στα χαρτιά να στοχάζεσαι την ανάπτυξη με όρους π.χ. του κόστους εργασίας που πρέπει να κρατηθεί χαμηλά γιατί αυτό θα κάνει τα προϊόντα πιο ανταγωνιστικά (και πιο προσιτά) ή γιατί αυτό θα επιτρέψει ένα σημαντικό μέρος των εσόδων θα μετατραπεί σε επενδύσεις.
Είναι επίσης εύκολο να σκέφτεσαι ότι χρειάζεται μεγαλύτερη ευελιξία για να μπορούν οι επιχειρήσεις να προσαρμόζονται στις αλλαγές της ζήτησης, χωρίς να χρειάζεται να αυξήσουν σημαντικά το κόστος της εργασίας.
Όπως και είναι εύκολο να σκέφτεσαι ότι μπορεί να υπάρχουν εργαζόμενοι που να θέλουν να έχουν περιθώριο να προσαρμόζουν το χρόνο εργασίας και να θέλουν να μπορούν να το ζητήσουν αυτό από τον εργοδότη τους.
Όπως επίσης είναι εύκολο ότι να πιστεύει κανείς ότι το μόνο που ενδιαφέρει τους εργαζομένους είναι απλώς και μόνο να υπάρχει ένα σαφές πλαίσιο που να οργανώνει την εργασία ως εάν όλοι οι χώροι εργασίας να λειτουργούν με μία 8ωρη βάρδια, 5 ημέρες την εβδομάδα.
Όταν λέω «εύκολο», δεν το λέω με καμία διάθεση ειρωνείας. Το λέω για να εντοπίσω έναν τρόπο σκέψης, που βλέπει απλώς μια διάσταση και δεν μπορεί να δει την ουσία των πραγμάτων. Που είναι πιο περίπλοκη.
Εγώ λέω ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να σκεφτούμε πιο δύσκολο, πιο σύνθετα και πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Και η πραγματικότητα έχει δύο βασικές πλευρές που πρέπει να σκεφτούμε.
Η μία αφορά αυτό που πραγματικά είναι οι εργαζόμενοι σήμερα. Που δεν μοιάζουν ούτε με τα διαφημιστικά σποτ, ούτε απαραίτητα με τις αφίσες.
Που πέρασαν μια εξαιρετικά δύσκολη δεκαετία. Που χρειάστηκε να περάσουν καιρό στην ανεργία, να δεχτούν μειώσεις μισθών, να πηγαίνουν στο σούπερ μάρκετ και να ψάχνουν τα πιο φτηνά προϊόντα, να μετακομίζουν σε μικρότερα σπίτια. Που όταν τα πράγματα πήγαν να γίνουν καλύτερα, είδαν την πανδημία και τις αναστολές συμβάσεων. Που τώρα φοβούνται την προοπτική νέας ανεργίας.
Εργαζόμενοι που είναι έμπειροι, καταρτισμένοι, μορφωμένοι, με δημιουργικότητα και όρεξη για δουλειά.
Και που οι ζωές τους είναι διαρκής αγώνας και συχνά διαρκής αγωνία.
Εργαζόμενοι που έχουν το δικαίωμα να μην αντιμετωπίζονται σαν στατιστικές, σαν απλό κόστος, σαν δεδομένα σε μια εξίσωση.
Εργαζόμενοι που είναι διαρκώς αντιμέτωποι με την ανασφάλεια, την εργοδοτική αυθαιρεσία, την πίεση που ασκεί η ίδια η ανάγκη επιβίωσης.
Εργαζόμενοι που μπορεί να μην απεργούν – είτε γιατί δεν πιστεύουν ότι θα έχει αποτέλεσμα, είτε γιατί ξέρουν ότι μπορεί να απολυθούν, είτε γιατί απλώς δεν μπορούν να χάσουν ένα μεροκάματο – αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν διαμαρτύρονται ή ότι δεν είναι οργισμένοι.
Εργαζόμενοι που θα ήθελαν να ακουστούν και όχι απλώς να «εκπροσωπούνται».
Η άλλη αφορά την οικονομία. Και αυτή έχει τις δικές της δυναμικές και απαιτήσεις. Τους περιορισμούς που είναι πραγματικοί. Τις ανάγκες αναμέτρησης με τις απαιτήσεις μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Τις στατιστικές που όντως στο τέλος μπορεί να καταλήξουν στην δημιουργία θέσεων εργασίας και καλύτερες αμοιβές.
Και αυτές τις απαιτήσεις πρέπει να τις λάβουμε υπόψη. Και να απαντήσουμε με πολιτικές αποφάσεις και όχι «έτοιμες συνταγές». Με την επίγνωση ότι αφορούν σε τελική ανάλυση ανθρώπους και τις ζωές τους.
Η εξίσωση δεν είναι καθόλου εύκολη.
Όμως, από το πώς θα προσπαθήσουμε να τη λύσουμε, θα εξαρτηθεί το μέλλον της χώρας.