Κάποια στιγμή πρέπει να καταλάβουμε ότι στη γνώση που σώζει ζωές δεν μπορούν να υπάρχουν πατέντες.
Πριν από σχεδόν 60 χρόνια, η ανθρωπότητα ήταν αντιμέτωπη με μια άλλη μεγάλη επιδημία: αυτή της πολιομυελίτιδας. Και τότε χρειάστηκε να γίνει ένας αγώνας δρόμου για να υπάρξει το εμβόλιο και να αντιμετωπιστεί μια αρρώστια που χτυπούσε ιδίως τα παιδιά.
Αποφασιστική ήταν η συμβολή ενός επιστήμονα, του Γιόνας Σαλκ. Όταν ένας δημοσιογράφος τον ρώτησε ποιος έχει την πατέντα ο Σαλκ απάντησε: «δεν υπάρχει πατέντα. Μπορείς να βάλεις πατέντα στον ήλιο;».
Άλλη εποχή, άλλα ήθη, θα μου πείτε. Σίγουρα, όμως δείχνει μια κατεύθυνση.
Γνωρίζω καλά τον αντίλογο: ότι σήμερα η επιστημονική έρευνα γίνεται κυρίως από μεγάλες ιδιωτικές φαρμακευτικές εταιρείες και ότι το μεγαλύτερο κόστος δεν αφορά την παραγωγή των φαρμάκων, αλλά την έρευνα και την ανάπτυξη και επομένως οι πατέντες επιτρέπουν στην εταιρείες να αποσβέσουν τη μεγάλη επένδυση που έκαναν στη γνώση και την έρευνα γα πρωτοποριακές θεραπείες.
Μόνο που την ίδια στιγμή ισχύουν και άλλες παράμετροι, που συχνά δεν «ομολογούνται» σε αυτή τη συζήτηση.
Ότι οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες παίρνουν και μεγάλες δημόσιες επιδοτήσεις, είτε από εθνικά κράτη, είτε από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την έρευνά τους.
Ότι συνεργάζονται με τα μεγάλα δημόσια ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και ερευνητικά κέντρα και το υψηλού επιπέδου επιστημονικό προσωπικό που εργάζεται εκεί (και το οποίο μορφώθηκε επίσης στα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα).
Ότι είναι τα δημόσια συστήματα υγείας παγκοσμίως που εξασφαλίζουν ότι υπάρχει μια διαρκής αγορά για τα φαρμακευτικά προϊόντα.
Κυρίως, όμως, υπάρχει και ένα θέμα ηθικής. Αυτή τη στιγμή έχουμε μπροστά μας μια παγκόσμια κρίση.
Η επιστροφή, παγκοσμίως, στην «κανονικότητα» και άρα ο περιορισμός του κόστους σε ζωές και η αποφυγή της οικονομικής καταστροφής περνούν από τον μαζικό εμβολιασμό σε παγκόσμια κλίμακα.
Και αυτό σημαίνει να μπορέσουν να παραχθούν όσο το δυνατόν περισσότερα εμβόλια, όσο πιο γρήγορα γίνεται. Και αυτό σημαίνει και να αρθούν όσα εμπόδια υπάρχουν, συμπεριλαμβανομένων των πατεντών.
Το θέμα έχει και άλλες διαστάσεις.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από πολλές απόψεις ο επιχειρηματικός ανταγωνισμός προάγει την καινοτομία και άρα συμβάλλει στη συνολική κοινωνική πρόοδο.
Αυτό, άλλωστε, εξηγεί γιατί δεν μπορεί να υπάρξει οικονομικό σύστημα χωρίς κάποιου είδους αγορά.
Όμως, την ίδια στιγμή η αγορά δεν μπορεί να είναι το μέτρο των πάντων.
Γιατί μπορεί να απελευθερώνει δυνάμεις, αλλά ταυτόχρονα υψώνει και φραγμούς ιδιοκτησίας.
Και σε μια διαδικασία όπως η παραγωγή νέας γνώσης – και μάλιστα νέας γνώσης που να σώζει ζωές – δεν μπορούν να υπάρχουν φραγμοί.
Σε τελική ανάλυση, όσο περισσότερη γνώση παράγεται και διαχέεται εν τέλει τόσο περισσότερο θα μπορέσουν να την αξιοποιήσουν και οι δυνάμεις της επιχειρηματικότητας.
Και αυτή μπορεί να είναι μια πραγματική συνέργεια για το μέλλον. Το κοινό μέλλον όλων μας.
Το διάβημα του Μπάιντεν για τις πατέντες έχει επομένως ευρύτερη σημασία.
Παραπέμπει σε μια νέα ισορροπία ανάμεσα στην επιχειρηματική ερευνητική δράση και το γεγονός ότι η γνώση τελικά οφείλει να ανήκει στην ανθρωπότητα.
Ισορροπία παραπάνω από αναγκαία σε μια εποχή μεγάλων προκλήσεων.