Η δημοσιογραφία πρέπει να είναι προκλητική, να προκαλεί σοκ, γιατί αλλιώς δεν μπορεί να αναδείξει προβλήματα. Διαφορετικά, είναι απλώς μηχανισμός δημοσίων σχέσεων. Αυτό είναι αδύνατο να το καταλάβουν τα ορκ της πάλαι ποτέ κυβερνώσας Αριστεράς
Την Κυριακή 21 Φεβρουαρίου έγραψα στο in.gr ένα συνειδητά προκλητικό κείμενο. Ένα κείμενο που χρησιμοποιώντας φωτομοντάζ (που το ανέφερα μάλιστα) και έναν ανάλογο τίτλο (με ερωτηματικό), ήθελα να υπογραμμίσω πόσο επικίνδυνη είναι η λούμπεν πολεμική πολιτική που έχει εξαπολύσει ο ΣΥΡΙΖΑ, με ενορχηστρωτή τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα γύρω από την υπόθεση Λιγνάδη.
Μια πολεμική η οποία πρακτικά έχει επικεντρωθεί στην προσπάθεια να γίνουν συνειρμοί ανάμεσα στον πρωθυπουργό και την παιδεραστία.
Μια πολεμική με ενορχηστρωτή τον Αλέξη Τσίπρα που κατά βάση προσπάθησε να εργαλειοποιήσει με χυδαίο τρόπο φωτογραφίες του πρωθυπουργού με τον Δημήτρη Λιγνάδη, φωτογραφίες ανάλογες με αυτές που έχουν βγάλει πλήθος παραγόντων της δημόσιας ζωής, συμπεριλαμβανομένων και ανθρώπων της Αριστεράς, χωρίς κανένας να τους να πει ότι αυτό τους κάνει συνένοχους στα αδικήματα που προσάπτονται στον Λιγνάδη.
Παρ’ όλα αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ, με εκτελεστικό όργανο (πιστόλι κατά το κοινώς λεγόμενο) ουσιαστικά τον Κώστα Βαξεβάνη, αλλά με σαφή πολιτική επιλογή του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα και μηχανισμούς αναπαραγωγής έναν ολόκληρο στρατό από ορκ των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, συμπεριλαμβανομένων και επώνυμων στελεχών του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, προσπάθησε απεγνωσμένα να κατηγορήσει τον πρωθυπουργό για άμεση εμπλοκή στην υπόθεση και τη ΝΔ ως «κόμμα παιδεραστών».
Είναι προφανές ότι αυτό είναι μια εκδοχή πολιτικής χυδαιότητας που δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική αντιπαράθεση. Γιατί δεν μιλάμε για την αναγκαία και πλήρως θεμιτή απόδοση πολιτικών ευθυνών στην υπουργό Πολιτισμού αλλά και στην κυβέρνηση συνολικά για τις επιλογές προσώπων που έκανε, συμπεριλαμβανομένης της επιλογής Λιγνάδη, όπως και για το εάν και σε ποιο βαθμό προώθησε μέτρα για την πρόληψη του φαινομένου της κακοποίησης.
Εδώ μιλάμε για τη χειρότερη εκδοχή «δολοφονίας χαρακτήρων» και για μια πρακτική που κάνει την έκφραση «λάσπη στον ανεμιστήρα» να φαντάζει αδύναμη να περιγράψει το μέγεθος της αθλιότητας.
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση πήρα μια επιλογή. Θεώρησα ότι έπρεπε κάπως να υπάρξει ένα σοκ για να μπει φραγμός σε αυτή την πολιτική κατρακύλα.
Και ο καλύτερος τρόπος ήταν να καταλάβουν οι άνθρωποι του ΣΥΡΙΖΑ πόσο θα τους ενοχλούσε – και δικαιολογημένα! – να υπήρχε σε βάρος του Αλέξη Τσίπρα μια επίθεση ανάλογου ήθους με αυτή που οι ίδιοι έκαναν σε βάρος του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Γιατί, τι θα έκαναν στον ΣΥΡΙΖΑ όσοι σήμερα ουρλιάζουν στα social media, αν σε λίγες ημέρες έβγαιναν αποκαλύψεις για «αριστερό» καλλιτέχνη που εμπλέκεται σε σεξουαλικά σκάνδαλα; Θα έτρεχαν να κρύψουν τις φωτογραφίες με τις οποίες είναι μαζί με τον πρώην πρωθυπουργό, υπουργούς ή στελέχη της Κουμουνδούρου;
Και έτσι ακολουθήσαμε μια «πεπατημένη» του Τύπου και της δημοσιογραφίας, όταν τουλάχιστον υπάρχει ελευθερία του λόγου: την πρόκληση.
Μοντάραμε μια φωτογραφία, βάλαμε έναν προκλητικό τίτλο (με ερωτηματικό) και γράψαμε ένα κείμενο όπου ξεκαθαρίσαμε με τον πιο σαφή τρόπο ότι είναι προϊόν φωτομοντάζ η φωτογραφία. Κι εξηγούσαμε με απλό και κατανοητό τρόπο πόσο άθλιο είναι να γίνεται πολιτική αντιπαράθεση στη βάση του ποιος φωτογραφήθηκε με ποιον.
Αρκετοί, πιο σωστά οι περισσότεροι, μια χαρά κατάλαβαν ποιο ήταν το νόημα του διαβήματός μας.
Όμως , υπήρξαν και εκείνοι που μας κατηγόρησαν ότι ρίχνουμε λάσπη στον Αλέξη Τσίπρα, Αναρωτιόμαστε, πώς μπορεί να θεωρηθεί ότι ρίχνει λάσπη ένα κείμενο που το νόημά του είναι ότι πρέπει να κρατήσουμε τη λάσπη έξω από την πολιτική αντιπαράθεση;
Και δεν αναφέρομαι μόνο σε όλους εκείνους που διακινούσαν το hashtag «ΝΔ-παιδεραστές». Aναφέρομαι και σε επώνυμα και επιτελικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που θα υπέθετε κανείς ότι πριν κάνουν δηλώσεις, θα έκαναν τον ελάχιστο κόπο να διαβάσουν το κείμενο που κατακεραυνώνουν.
Μόνο που συνειδητά διαστρεβλώνοντας το νόημα του δικού μας διαβήματος απλώς επιβεβαίωσαν την ενοχή τους για την εκστρατεία πολιτικής εργαλειοποίησης της υπόθεσης Λιγνάδη.
Έχει ο Τύπος το δικαίωμα να προκαλεί;
Όταν το 2015 γινόταν η επίθεση στα γραφεία του περιοδικού Charlie Hebdo, με τους δολοφόνους τρομοκράτες να επικαλούνται τα σκίτσα που είχε δημοσιεύσει το περιοδικό, σκίτσα που ομολογουμένως μπορούσαν να θεωρηθούν χυδαία προσβολή του Ισλάμ και των μουσουλμάνων, όλη η Αριστερά είχε σπεύσει να υπερασπιστεί – και ορθά – την ελευθερία του λόγου.
Στελέχη της Αριστεράς είχαν συμμετάσχει στη συγκέντρωση που είχε γίνει έξω από το Γαλλικό Ινστιτούτο με το σύνθημα Je suis Charlie. Και καλά είχαν κάνει γιατί η ελευθερία του Τύπου, η ελευθερία του να προκαλεί, να είναι βλάσφημη, να ενοχλεί, είναι ιερή.
Τότε σωστά είχαν σκεφτεί ότι ένα περιοδικό πρέπει να είναι ελεύθερο να προκαλεί, ακόμη και εάν κανείς διαφωνούσε με το ύφος ή το περιεχόμενο αυτών που έγραφε.
Και δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Τύπος διάλεξε ένα προκλητικό εξώφυλλο. Το 2008 όταν οι ακροδεξιοί Αμερικανοί, ο μετέπειτα «λαός του Τραμπ», που έκανε την εισβολή στο Καπιτώλιο, έριχναν λάσπη στον Ομπάμα για το όνομά του και στη σύζυγό του Μισέλ που υποτίθεται ότι είχε ριζοσπαστικές απόψεις, το περιοδικό New Yorker έβγαλε ένα εξώφυλλο που παρουσίαζε τον Ομπάμα σαν Ταλιμπάν και την Μισέλ Ομπάμα σαν μέλος των Μαύρων Πανθήρων με πολυβόλο. Προφανώς κανείς δεν προσβλήθηκε, ακριβώς γιατί ήξεραν τη φιλελεύθερη (και φιλική προς τον Ομπάμα) τοποθέτηση του περιοδικού και κατανοούσαν ότι σατίριζε τα παρανοειδή αντανακλαστικά των αμερικανών ακροδεξιών.
To 2017 το μεγάλης κυκλοφορίας (και κύρους) γερμανικό περιοδικό Der Spiegel κυκλοφόρησε με εξώφυλλο μια ζωγραφική απεικόνιση του Τραμπ να κρατάει στο ένα χέρι ένα ματωμένο μαχαίρι και στο άλλο το κομμένο κεφάλι του Αγάλματος της Ελευθερίας, σε μια εμφανή προσπάθεια να κάνει κριτική στην πολιτικού του Αμερικανού προέδρου και ιδίως της γραμμής του «Πρώτα η Αμερική».
Την ίδια χρονιά, πάλι το New Yorker, για να ασκήσει κριτική στην αντίδραση του Τραμπ στη ρατσιστική βία, έβαλε ένα εξώφυλλο που απεικόνιζε τον Τραμπ σε μια βάρκα που το πανί της είχε το σχήμα της κουκούλας της Κου Κλουξ Κλαν. Και πάλι θεωρήθηκε ότι ήταν μια αναγκαία παρέμβαση.
Το 2012 το περιοδικό Time τοποθέτησε στο εξώφυλλο ενός τεύχους που αφορούσε τα προβλήματα της νεότητας, μια γυναίκα να θηλάζει τον τρίχρονο γιό της. Θα υπάρξουν πολλές αντιδράσεις σε αυτό το εξώφυλλο, όμως το νόημα ήταν ακριβώς να προκαλέσει το ενδιαφέρον.
Το 2013 το περιοδικό Rolling Stone κυκλοφόρησε με εξώφυλλο έναν από τους δύο βομβιστές στον μαραθώνιο της Βοστώνης. Πολλοί θα αντιδράσουν επειδή η φωτογραφία παρουσίαζε έναν τρομοκράτη ως όμορφο και γοητευτικό νεαρό άντρα. Ωστόσο, το περιοδικό ήθελε απλώς να προβάλει το σοβαρό ρεπορτάζ που δημοσίευσε και που προσπαθούσε να εξηγήσει το σοβαρό ερώτημα «πώς φτιάχνεται ένας τρομοκράτης».
Όλα αυτά δείχνουν ότι πολύ συχνά τα μέσα ενημέρωσης και προκλητικά γίνονται και αντιδράσεις προκαλούν, ιδίως όταν θέλουν να ταρακουνήσουν την κοινή γνώμη και να ξυπνήσουν συνειδήσεις.
Κανείς ωστόσο δεν σκέφτηκε ότι έπρεπε εξαιτίας αυτών των εξωφύλλων και αυτών των φωτογραφιών να μπουν φραγμοί στην ελευθερία του λόγου.
Και σε όλες τις περιπτώσεις κατάλαβαν το νόημα του εξώφυλλου.
Μόνο ο Νάσος Ηλιόπουλος και το επικοινωνιακό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι δεν καταλαβαίνουν ούτε από ελευθερία του Τύπου, ούτε το πώς λειτουργεί ο Τύπος όταν δεν θέλει να προσφέρει μόνο εξυπηρέτηση στην εξουσία.
Ας μιλήσουμε για την ουσία: ο Τσίπρας ενορχηστρωτής των ορκ
Όμως, η ουσία του θέματος παραμένει. Ο Αλέξης Τσίπρας ήταν και είναι και ο ενορχηστρωτής της λάσπης σε σχέση με την υπόθεση Λιγνάδη και αυτός που δίνει γραμμή στα διάφορα όρκ του ΣΥΡΙΖΑ.
Και το κάνει γιατί πολύ απλά δεν έχει κάτι άλλο να πει. Στην Ελλάδα είχαμε και έχουμε ένα μεγάλο κοινωνικό ρεύμα υπέρ της Αριστεράς, που όμως κατέληξε να στηρίζει ένα κόμμα που ήταν παντελώς ανίκανο να ασκήσει αριστερή πολιτική.
Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα κόμμα που κατέληξε να εφαρμόζει μια δεξιά και νεοφιλελεύθερη πολιτική. Την πολιτική των μνημονίων. Την πολιτική που θεωρούσε κοινωνική πολιτική τα 300 ευρώ, που εξωθούσε ανθρώπους στην μαύρη εργασία, που προωθούσε τις ιδιωτικοποιήσεις των υποδομών, που δεν είχε πρόβλημα να ξεπουλήσει τα λιμάνια και το σιδηρόδρομο και που άφησε τα νοσοκομεία απροετοίμαστα και τα σχολεία υποστελεχωμένα.
Όμως, κάποια στιγμή πρέπει να πούμε κάτι απλό: εάν πρόκειται να έχουμε δεξιά πολιτική, ας την εφαρμόζουν δεξιοί πολιτικοί. Είναι καταστροφικό για μια χώρα να εφαρμόζουν δεξιά πολιτική κόμματα υποτίθεται αριστερά, γιατί στο τέλος δεν υπάρχει Αριστερά. Και όταν δεν υπάρχει πραγματική Αριστερά και υπάρχει κοινωνική δυσαρέσκεια, κάνει πάρτι η ακροδεξιά.
Και δεν μπορεί να υπάρξει αριστερή πολιτική όταν έχουμε ένα υποτίθεται αριστερό κόμμα, που έχει τη θέσης της αξιωματικής αντιπολίτευσης και δεν μπορεί να έχει μια διαφορετική αριστερή πρόταση για το πώς πρέπει να πάνε τα πράγματα σε κάθε τομέα.
Ένα κόμμα που απλώς περιμένει να δει ποιο κοινωνικό κομμάτι θα βγει στο προσκήνιο και θα διεκδικήσει για να καρπωθεί τη δυσαρέσκεια. Χωρίς καν να μπορεί να πει ότι οργάνωσε τα κινήματα που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί. Γιατί μπορεί π.χ. να στηρίζει τους φοιτητές, όμως η αλήθεια είναι στις κινητοποιήσεις πρωταγωνιστούν η ΚΝΕ και η εξωκοινοβουλευτική αριστερά με τους βουλευτές και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ απλώς να προσπαθούν να πουν «εδώ είμαστε και εμείς».
Χωρίς να μπορούν να κάνουν και καμία σοβαρή πρόταση για το πώς θα μπορούσαν να είχαν αντιμετωπιστεί τα χρόνια προβλήματα της ανώτατης εκπαίδευσης.
Και για όλα αυτά, γι’ αυτή την αντιπολιτευτική αναποτελεσματικότητα, γι’ αυτή την προγραμματική ένδεια, γι’ αυτή την αδυναμία να υπάρχει πραγματικά αριστερή πολιτική, υπεύθυνος είναι ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας. Αυτός έχει επιλέξει απλώς να εντοπίζει τα υποτίθεται «αδύναμα» σημεία της κυβέρνησης, χωρίς να κάνει πραγματικά αντιπολίτευση. Αυτός δίνει κάλυψη στον Πολάκη και τη λούμπεν αισθητική του. Αυτός έχει αναγάγει τον Βαξεβάνη στον επίσημο εκφραστή της κομματικής γραμμής.
Αυτός ήταν και παραμένει ο μοιραίος άνθρωπος της ελληνικής Αριστεράς.
Δεν μασάμε!
Κάποια στιγμή πρέπει να συμφωνήσουμε τι είναι δημοσιογραφία. Γιατί δεν είναι δημοσιογραφία η απλή αναπαραγωγή γραμμιτζίδικων τοποθετήσεων. Δεν είναι η ανακύκλωση δελτίων Τύπου. Δεν είναι η επιλεκτική στοχοποίηση ακόμη και με άθλιους τρόπους.
Δημοσιογραφία θα πει αδυσώπητη κριτική στην εξουσία. Αδυσώπητη, αλλά δίκαιη. Αυστηρή αλλά όχι προκατειλημμένη. Με άποψη και ιδεολογία, αλλά όχι με «ατζέντα». Και πάντα με εμμονή στην πληροφόρηση και την τεκμηρίωση.
Με πρόκληση και σοκ, αλλά όχι με λάσπη.
Όσα και εάν γράψουν τα ορκ του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό κάνουμε εμείς στο in.gr. Αυτό μας έχει κάνει το μεγαλύτερο ενημερωτικό σαιτ της χώρας με 1.500.000 αναγνώστες την ημέρα. Αυτό κάναμε στην υπόθεση Λιγνάδη που την έχουμε σηκώσει δημοσιογραφικά όσο οποιοδήποτε άλλο μέσο, δίνοντας προτεραιότητα σε κάθε νέο στοιχείο και αποκάλυψη, ασκώντας σκληρή κριτική και σε όσους έχουν πολιτική ευθύνη για την υπόθεση, δίνοντας βήμα σε σωματεία, μαζικούς φορείς, κόμματα, ανθρώπους του πολιτισμού να τοποθετηθούν και φυσικά αποφεύγοντας τους «ηθικούς πανικούς», την ανθρωποφαγία, το ρατσισμό και την ομοφοβία που μπορεί κανείς να δει σε διάφορες πλευρές της κάλυψης της υπόθεσης.
Και έτσι θα συνεχίσουμε για το θέμα της σεξουαλικής κακοποίησης γενικά και της κακοποίησης παιδιών ειδικότερα, για τα έρθουν στο φως όλες οι πτυχές αλλά και να υπάρξει ένα αποτελεσματικό εθνικό σχέδιο για την αντιμετώπισή του.
Όπως ακριβώς κάναμε για τις φωτιές στην Αττική και την τραγωδία στο Μάτι, όπως ακριβώς κάναμε για την πανδημία και την κατάσταση του συστήματος υγείας, όπως κάναμε για το περιβαλλοντικό έγκλημα στη Δραπετσώνα.
Με τον τρόπο ακριβώς που έχουμε αναδείξει πλήθος άλλα ζητήματα όλο αυτόν τον καιρό, στην προσπάθειά μας να φτιάξουμε ένα ενημερωτικό σάιτ που να είναι σημείο αναφοράς.
Και όσοι νομίζουν ότι απλώς με το να γράψουν μια κακία ή μια βρισιά σε ένα κοινωνικό μέσο δικτύωσης, ή να αναπαράγουν κάποια από τις χαζομάρες των ορκ του ΣΥΡΙΖΑ, θα μας κάνουν να αλλάξουμε μυαλά, είναι απλώς γελασμένοι. Η λάσπη δεν πιάνει. Δεν φοβόμαστε να λερωθούμε, γιατί ξέρουμε ότι εάν το ρεπορτάζ είναι δεμένο και η γνώμη πατάει σε αλήθειες, στο τέλος πάντα βγαίνεις δικαιωμένος.