Η Σοφία Μπεκατώρου με σθένος μίλησε για το πραγματικό πρόβλημα της σεξουαλικής βίας και παρενόχλησης. Και έφερε στο προσκήνιο την ενοχή και την υποκρισία της κοινωνίας
Θέλει θάρρος για να κάνεις αυτό που έκανε η Σοφία Μπεκατώρου.
Να βγεις και να μιλήσεις για μια τόσο τραυματική εμπειρία όπως η σεξουαλική κακοποίηση και ο βιασμός.
Μια εμπειρία που σε σημαδεύει για πάντα.
Η αφήγησή της συγκεφαλαιώνει το πρόβλημα με τη σεξουαλική βία και παρενόχληση.
Τον τρόπο που αναπαράγεται μέσα στην κοινωνία και ειδικά εκεί όπου υπάρχουν ιεραρχικές σχέσεις.
Τον τρόποι που διάφοροι εκμεταλλεύονται την εξουσία που ασκούν.
Τη δυσκολία των θυμάτων να καταγγείλουν αυτό που τους συνέβη και τον οδυνηρό δρόμο της σιωπής που τα φέρνει διαρκώς αντιμέτωπα με την ατιμωρησία των θυτών.
Την πραγματική ανισότητα πίσω από τις τυπικές διακηρύξεις περί ισότητας.
Και είναι ακόμη πιο τραγική η εικόνα διαφόρων αντιδράσεων στη συγκλονιστική αφήγησή της.
Που φανερώνουν ότι στην κοινωνία υπάρχει πολλή υποκρισία που προσπαθεί να συγκαλύψει την ενοχή.
Τα ίδια είχαμε δει και όταν είχε ξεσπάσει το κίνημα του #metoo.
Και τότε είχαν υπάρξει πλήθος απολογητές της παρενόχλησης και τελικά του βιασμού, που προσπαθούσαν να υποβαθμίσουν τη σημασία των καταγγελιών και των μαρτυριών, μιλώντας ειρωνικά για «υπερβολές της πολιτικής ορθότητας».
Όμως, στη χώρα μας μόνο για υπερβολική σιωπή για αυτό το θέμα μπορούμε να μιλήσουμε.
Καθημερινά, σε χώρους δουλειάς, σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, σε κρατικές υπηρεσίες, στον αθλητισμό, υπάρχουν χειρονομίες που μόνο ως παρενόχληση μπορούν να περιγραφούν.
Σε αρκετές περιπτώσεις προχωρούν και ως την κακοποίηση.
Ακόμη χειρότερα, αρκετοί δράστες πιστεύουν ότι «δεν κάνουν και κάτι τρομερό».
Όμως, όλα αυτά δεν παύουν να είναι πράξεις βάναυσες που τραυματίζουν βαθιά τα θύματα και διαιωνίζουν μια «κουλτούρα βιασμού».
Γι’ αυτό τον λόγο και το μόνο που δεν χρειαζόμαστε είναι υποτίμηση ή ακόμη χειρότερα αποσιώπηση του θέματος.
Γιατί για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε και να ξεριζώσουμε αυτές τις μορφές σεξουαλικής βίας και παρενόχλησης, χρειάζεται πρώτα με τόλμη και ειλικρίνεια να παραδεχτούμε ότι το πρόβλημα υπάρχει, χωρίς ειρωνείες και πλακίτσες, χωρίς αστερίσκους, χωρίς «έχουμε σοβαρότερα πράγματα να ασχοληθούμε». Γιατί τίποτα δεν είναι πιο σοβαρό από τις ζωές και τις ψυχές των ανθρώπων.