Οι εικόνες από την Αμερική γεννούν το ερώτημα, εάν έχουμε στην Ελλάδα κάτι ανάλογο με τους οπαδούς του Τραμπ.
Μεγάλη συζήτηση γίνεται τις τελευταίες μέρες για το εάν μπορούμε στην Ελλάδα να βρούμε κάτι ανάλογο με τους οπαδούς του Τραμπ στην Αμερική.
Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις βλέπω μια ορισμένη τάση να θεωρείται ότι η απάντηση είναι δεδομένη και ότι εάν ψάχναμε για μια αναλογία αυτή θα ήταν με τους «Αγανακτισμένους» και τις Πλατείες.
Προσωπικά δεν πείθομαι για αυτή την αναλογία.
Και ο λόγος είναι ότι οι «Πλατείες», που ήταν ένα πολύ αντιφατικό κίνημα, κατά βάση αποτέλεσαν μια αντίδραση στα Μνημόνια που βιώθηκαν ως κατάλυση της δημοκρατίας και ως βίαιη αλλαγή των συνθηκών ζωής.
Δηλαδή, στον πυρήνα τους ήταν ένα κίνημα που διεκδίκησε δημοκρατία και δικαιοσύνη.
Μπορεί να υπήρχαν διάφορες φωνές στο εσωτερικό τους, αλλά ο πυρήνας των «Αγανακτισμένων» ήταν άνθρωποι που δεν δέχονταν τον τρόπο που επιβαλλόταν μια χωρίς προηγούμενο λιτότητα.
Άλλωστε, οι «Πλατείες» δεν ήταν μόνο μια «ελληνική ιδιαιτερότητα».
Ήταν κομμάτι ενός μεγάλου κύκλου κινημάτων διεθνώς: της Αραβικής Άνοιξης, των Indignados στην Ισπανία και λίγο αργότερα του Occupy! στις ΗΠΑ.
Αυτά τα κινήματα καμιά σχέση δεν έχουν με τον ακροδεξιό όχλο που προσπάθησε να εισβάλει στο Καπιτώλιο στην Ουάσιγκτον.
Εάν πρέπει να δούμε αναλογίες με τον Τραμπ στην Ελλάδα, αλλού πρέπει να κοιτάξουμε.
Στον τρόπο που και στην Ελλάδα η Ακροδεξιά, σε όλες τις παραλλαγές της, από τους «Ανεξάρτητους Έλληνες» του Πάνου Καμμένου μέχρι την νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, επένδυσε σε έναν λαϊκιστικό λόγο, που έβλεπε την ιστορία σαν συνωμοσία, που είχε έντονα εθνικιστικούς και ρατσιστικούς τόνους και καλλιεργούσε το μίσος.
Στον τρόπο που έχει ξεδιπλωθεί μια ολόκληρη «υποκουλτούρα» κάθε λογής «ψεκασμένων» θεωριών και απόψεων, που κυκλοφορούν ανεξέλεγκτα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στην Ελλάδα και που εξακολουθούν να έχουν μεγάλη απήχηση όπως φάνηκε και στην εποχή της πανδημίας.
Στον τρόπο που υπήρξε και υπάρχει έντονος πειρασμός σε πολιτικούς και πολιτευτές των «συστημικών» κομμάτων να «χαϊδεύουν» παραλλαγές ακροδεξιών, συνωμοσιολογικών ή «ψεκασμένων» απόψεων, θεωρώντας ότι έτσι αποκτούν μεγαλύτερη επιρροή, ακόμη και εάν στο τέλος φρόντιζαν να «διαφοροποιηθούν» από τέτοιες ακραίες απόψεις.
Στον τρόπο που την περασμένη δεκαετία, η κεντροδεξιά, η κεντροαριστερά αλλά ακόμη και η «κυβερνώσα αριστερά» δεν είχαν πρόβλημα σε διαφορετικές στιγμές να συνεργαστούν με ακροδεξιές φωνές, δίνοντάς τους δυστυχώς βήμα και νομιμοποίηση.
Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί και άλλους παράγοντες που συντελούν: την κρίση της παιδείας που δεν εξοπλίζει όσο πρέπει τους ανθρώπους με κριτική σκέψη, την απαξίωση της σημασίας του επιστημονικού λόγου, την ταύτιση του «ψεκασμένου» με το «εναλλακτικό», τον τρόπο που τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αναπαράγουν μια συζήτηση κραυγών και όχι επιχειρημάτων.
Κοντολογίς η συζήτηση για το ποιοι είναι οι Έλληνες τραμπιστές, θα πρέπει να αναμετρηθεί με το πώς στην Ελλάδα αναπαράγεται η λογική της ακροδεξιάς σε όλα τα επίπεδα: από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μέχρι το πολιτικό σύστημα.
Αναμέτρηση επείγουσα αλλά και αναγκαία.