Τα αρνητικά αποτελέσματα της ελληνικής οικονομίας στο τρίτο τρίμηνο του 2020, ως αποτέλεσμα της υποχώρησης του τουρισμού, δείχνουν τα όρια του παραγωγικού μας μοντέλου.
Τα στοιχεία που έδωσε η ΕΛΣΤΑΤ για το ΑΕΠ στην Ελλάδα στο τρίτο τρίμηνο δεν ήταν καθόλου καλά.
Η χώρα μας δεν ακολούθησε αρκετές άλλες ευρωπαϊκές που έδειξαν να έχουν μια σχετική οικονομική ανάκαμψη, όταν «άνοιξαν» ξανά τις κοινωνίες και τις οικονομίες τους.
Αντίθετα, σε εμάς η ανάκαμψη ήταν αναιμική σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και άρα η οικονομική ύφεση σε ετήσια βάση θα είναι μεγάλη.
Αυτό έχει σε μεγάλο βαθμό να κάνει με τον τουρισμό.
Αυτός θα έκανε τη διαφορά στο τρίτο τρίμηνο.
Αυτός κάθε χρόνο συνεισφέρει ένα σημαντικό ποσοστό του ΑΕΠ.
Όμως, φέτος ήταν περιορισμένος. Για τους λόγους που είχαν να κάνουν με την πανδημία.
Και αυτό είχε αρνητική επίπτωση στην οικονομία.
Αντίθετα, σε άλλες χώρες που δεν στηρίζονται με τέτοιο τρόπο στον τουρισμό, που παράγουν και άλλα πράγματα, από ρούχα έως αυτοκίνητα και προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, όταν άνοιξαν ξανά τις οικονομίες τους αυτές πήραν μπρος, παρήγαγαν προϊόντα, αλλά και είχαν την αναγκαία κατανάλωση.
Εμείς κυρίως περιμέναμε την έκπληξη του τουρισμού, παρότι γνωρίζαμε ότι ήταν μάλλον αδύνατη.
Και τώρα βλέπουμε τα αποτελέσματα.
Με τη χώρα να ετοιμάζεται για έναν δύσκολο οικονομικό χειμώνα.
Δεν θέλω να σταθώ σε ζητήματα ευθυνών, ή την όποια πολιτική αντιπαράθεση γύρω από την κατάσταση στην οικονομία.
Σε τελική ανάλυση, το πρόβλημα είναι βαθύ και άρα οι ευθύνες διαχρονικές.
Εγώ κυρίως θέλω να σταθώ στην ανάγκη να ξεκινήσει μια ουσιαστική κουβέντα.
Για το πώς αυτή η χώρα μπορεί να αρχίσει να παράγει ξανά και να μην εξαρτάται από τον τουρισμό.
Για το πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε και τη γνώση που υπάρχει και το εργατικό δυναμικό και τους επιστήμονες για να ξαναφτιάξουμε την ελληνική βιομηχανία του 21ου αιώνα.
Και μην με παρεξηγήσετε. Και τον τουρισμό τον χρειαζόμαστε. Και πρέπει να τον κάνουμε ποιοτικότερο και πιο προσοδοφόρο. Όμως, δεν γίνεται να τον αντιμετωπίζουμε ως τη βασική ατμομηχανή.
Αυτή η ουσιαστική κουβέντα πολλές φορές έχει αναγγελθεί, αλλά λίγες έχει γίνει.
Γι’ αυτό και πρέπει και να την κάνουμε σοβαρά: όχι μόνο μεταξύ των κομμάτων αλλά και σε διάλογο με τους ίδιους τους ανθρώπους της οικονομίας – και από τη μεριά της επιχειρηματικότητας και από τη μεριά της εργασίας – αλλά και τον κόσμο της έρευνας.
Και δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερη στιγμή να την κάνουμε από ακριβώς τώρα.