Όποιος πίστευε ότι η Τουρκία θα σκιαζόταν από τις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ για να αλλάξει ρότα απλώς δεν προσέχει πώς σκέφτεται και κινείται ο Ερντογάν
Και να που ξαναγυρίσαμε στις μέρες του Αυγούστου.
Όχι τις «ήσυχες μέρες του Αυγούστου» που κάποτε αποτύπωσε στο φιλμ ο Παντελής Βούλγαρης, αλλά τις ανήσυχες μέρες μιας νέας κρίσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Με το Oruc Reis να σαλπάρει ξανά για έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και πολεμικά σκάφη να το συνοδεύουν.
Με ανάλογη κινητοποίηση και των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και αγωνία για τον κίνδυνο «θερμού επεισοδίου».
Μόνο που όλα αυτά ήταν αναμενόμενα εάν κανείς προσέξει πώς κινείται ο Ερντογάν.
Γιατί ο Τούρκος πρόεδρος – σουλτάνος δεν διεκδικεί για τη χώρα του απλώς καλύτερη μεταχείριση.
Κυρίως θέλει με τον τσαμπουκά να κάτσει στο τραπέζι των μεγάλων παικτών. Να αναγνωριστεί ως σημαντική περιφερειακή δύναμη.
Και πιστεύει ότι μπορεί να το πετύχει αυτό με το να μην παίζει με τους «κανόνες του παιχνιδιού», με το να δημιουργεί τετελεσμένα, με το να δοκιμάζει να επιβάλει στην πράξη την τουρκική παρερμηνεία του διεθνούς δικαίου.
Την ίδια ώρα τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΕ μπορεί να κάνουν παραινέσεις για αποφυγή εντάσεων και «αποκλιμάκωση», όμως επί της ουσίας πίεση δεν ασκούν.
Όχι μόνο γιατί η Τουρκία δεν καταλαβαίνει από διπλωματικούς συμβολισμούς, αλλά και γιατί έχει φροντίσει να παραμένει δύσκολη αλλά σημαντική σύμμαχος για τις ΗΠΑ και τμήμα της πολιτικής της ΕΕ για το μεταναστευτικό.
Να το πούμε απλά: ούτε η ΕΕ ούτε οι ΗΠΑ, σε αυτή τη φάση πρόκειται να «βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά» ή να προχωρήσουν σε μια συνολική ρήξη με την Τουρκία.
Η Τουρκία το ξέρει αυτό. Όπως ξέρει καλά και κάτι άλλο: ότι τα τελευταία χρόνια διαμόρφωσε συσχετισμό σε βάρος της Ελλάδας.
Έχει προβλήματα η Τουρκία; Σίγουρα και μάλιστα μεγάλα.
Στην πραγματικότητα, παρά τις προβολές ισχύος που κάνει, έχει μεγάλα οικονομικά προβλήματα και το Κουρδικό είναι μια ανοιχτή πληγή που δεν πρόκειται να κλείσει όσο το τουρκικό κράτος επιμένει σε μια βάναυση και κατασταλτική πολιτική.
Ούτε είναι δεδομένο ότι μπορεί να χειριστεί όλες τις κρίσεις στις οποίες παρεμβαίνει (Συρία, Λιβύη, σύγκρουση Αρμενίας – Αζερμπαϊτζάν).
Είναι πιθανό, δηλαδή, η Τουρκία να έρθει αντιμέτωπη με τα όρια και τις εσωτερικές αντιφάσεις της.
Όμως, αυτές δεν οξύνονται με απλές φραστικές καταδίκες σε κείμενα Συνόδων Κορυφής της ΕΕ, ούτε με δηλώσεις του Πομπέο.
Ούτε βέβαια μπορεί να οξύνει αυτές τις αντιφάσεις μια Ελλάδα που απέχει ακόμη από την παραγωγική ανασυγκρότηση, που έχει διαρρηγμένη κοινωνική συνοχή και απουσία συνολικού σχεδίου για το μέλλον και πιστεύει ότι τα προβλήματά της μπορεί να τα λύσει ο ξένος παράγοντας.
Γι’ αυτό τον λόγο ας φροντίσουμε τώρα να αποφύγουμε το «θερμό επεισόδιο» και μετά ας συζητήσουμε πώς μπορούμε να διαμορφώσουμε συσχετισμό πραγματικό που να απαντάει στην τουρκική επιθετικότητα και να ωθεί τα πράγματα προς ειρηνική συνεννόηση.
Εμείς ως χώρα και κοινωνία. Όχι οι όποιοι «σύμμαχοί» μας.