Κάποια πράγματα δεν είναι ούτε για εσωτερική κατανάλωση, ούτε για να χτίζονται καριέρες, ούτε για πολιτικά παιχνίδια. Κάποια πράγματα έχουν να κάνουν με το εάν πραγματικά θέλουμε αυτή η χώρα να ζει με ειρήνη και αξιοπρέπεια.
Βγήκαν πάλι στο σεργιάνι οι διάφοροι μακεδονομάχοι των τηλεπαραθύρων. Μέχρι και… διαδικτυακή δημοσκόπηση είδαμε στην ιστοσελίδα του γνωστού συνταξιούχου τηλε-εισαγγελέα. Στο χορό μπήκαν οι εκπρόσωποι της εκκλησίας αλλά ακόμη και ποδοσφαιρικές ομάδες. Όμως, αυτό που έλλειψε είναι μια ουσιαστική και ψύχραιμη συζήτηση για το τι ακριβώς συμβαίνει.
Καταρχάς ας μην κοροϊδευόμαστε, το θέμα το γνωρίζουμε πολλά χρόνια, όπως πολλά χρόνια γνωρίζουμε τη λύση και άλλα τόσα αρνούμαστε να αναμετρηθούμε με αυτή, εξαιτίας του φόβου του διαβόητου «πολιτικού κόστους».
Είτε το θέλουμε είτε όχι στα βόρεια σύνορά μας υπάρχει ένα κράτος, που από άποψη μεγέθους και (ανύπαρκτης) στρατιωτικής ισχύος δεν μας απειλεί. Αν μας απείλησε κάτι (και με ένα τρόπο συνεχίζει να είναι μήτρα συγκρούσεων και εντάσεων) είναι ότι το κράτος αυτό προέκυψε από τη διάλυση ενός προηγούμενου ομοσπονδιακού κράτους, της Γιουγκοσλαβίας, διάλυση στην οποία έβαλαν το χεράκι τους διάφοροι «ξένοι παράγοντες» αλλά και φιλόδοξοι «υπερπατριώτες» και που οδήγησε σε έναν αιματηρό πόλεμο, σε μετακινήσεις πληθυσμών και σε ανοιχτές ακόμη και σήμερα εστίες κρίσης. Δυστυχώς, όμως, δεν μπορούμε να ξαναγράψουμε την ιστορία και άρα μιλάμε με το δεδομένο ότι αυτή η διάσπαση έγινε.
Το κράτος αυτό, που φτιάχτηκε στα βόρεια σύνορά μας, διεκδίκησε εθνική ταυτότητα και όπως όλα τα κράτη έφτιαξε το δικό του «εθνικό μυθιστόρημα». Προφανώς και δεν είναι απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων, αλλά, μεταξύ μας, ούτε στις φλέβες των διάφορων εγχώριων «μακεδονομάχων» κυκλοφορεί αίμα του Μεγαλέξανδρου. Είχε, επίσης, όπως και όλα τα νεαρά κράτη, το δικό του αλυτρωτισμό και τη δική του «Μεγάλη Ιδέα».
Δεν ήταν παράλογο να δημιουργήσει ανησυχία σε πρώτη φάση η διαμόρφωσή του. Ήταν εποχή που στα Βαλκάνια ακούγονταν ο αχός πραγματικών όπλων και λίγο μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ οι συμμαχίες αναδιατάσσονταν. Πώς θα έπρεπε να είχε αντιμετωπιστεί η δημιουργία του; Με επικέντρωση στα σοβαρά θέματα: εγγυήσεις για το απαραβίαστο των συνόρων, άρνηση κάθε αλυτρωτισμού, άρνηση κάθε εδαφικής διεκδίκησης και γενικά «κανόνες καλής γειτονίας».
Τι κάναμε παρ’ όλα αυτά; Ασχοληθήκαμε με το όνομα… Ήταν σημαντικό το όνομα; Στο βαθμό που υπήρχαν όλες οι εγγυήσεις «καλής γειτονίας», η λύση θα ήταν αυτό που συνηθίσαμε να λέμε «σύνθετη ονομασία», έτσι που και αυτοί να διατηρούν ένα δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζονται και εμείς να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο ότι δεν εγείρονται βλέψεις ή αξιώσεις.
Όλα αυτά τα ξέραμε από την πρώτη στιγμή. Όμως, τότε πρυτάνευσαν άλλα: η φιλοδοξία ορισμένων πολιτικών, η ευκαιρία διαφόρων να κάνουν παιχνίδι, η προσπάθεια να δικαιωθούν αναδρομικά διάφορες ακροδεξιές απόψεις και συνολικά ένα παιχνίδι που τότε εκμεταλλεύτηκε τη δικαιολογημένη ανασφάλεια του λαού για τις μεγάλες ανακατατάξεις στα Βαλκάνια, αλλά στην πραγματικότητα εγκλώβισε την ελληνική εξωτερική πολιτική σε ένα αδιέξοδο όπου όλοι ξέρουν τη λύση και όλοι να λένε «άσε καλύτερα, δεν θα πουν μειοδότη εμένα».
Και ας μην κοροϊδευόμαστε και τώρα το θέμα δεν επανέρχεται στο προσκήνιο επειδή παίρνουμε εμείς ως χώρα κάποια πρωτοβουλία να λύσουμε τα ανοιχτά προβλήματα που μπορεί να έχουμε ως προς τα εξωτερικά μας. Το θέμα επανέρχεται επειδή οι Αμερικανοί, που είναι σε ανταγωνισμό με τους Ρώσους και στα Βαλκάνια θέλουν να βάλουν την ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, για να κατοχυρώσουν την παρουσία τους στα δυτικά Βαλκάνια, και για αυτό το λόγο πιέζουν τις δύο κυβερνήσεις να τα βρουν.
Σημαίνει αυτό ότι δεν πρέπει να υπάρξει λύση; Όχι, κάθε βήμα που σήμερα περιορίζει τις εκκρεμότητες της χώρας, που μας απαλλάσσει από το βάρος αγκυλώσεων και εμμονών και που επιτρέπει να αποκτήσουμε καλύτερες διεθνείς σχέσεις με χώρες γειτονικές (με τις οποίες επί της ουσίας δεν έχουμε να μοιράσουμε τίποτα) είναι χρήσιμο και αναγκαίο.
Άλλωστε, ας αναλογιστούν και διάφοροι «υπερπατριώτες» της αντιπολίτευσης ότι όταν το 2015 ψήφιζαν το Τρίτο Μνημόνιο, επιτροπεία της χώρας και μειωμένη κυριαρχία ψήφιζαν σε μεγάλο βάθος χρόνου, οπότε μάλλον ο «πατριωτισμός» τους είναι κάπως εκ του ασφαλούς.
Με αυτή την έννοια, σήμερα το θέμα αυτό δεν λύνεται με συλλαλητήρια που απλώς προσπαθούν να κάνουν «πολιτικό παιχνίδι», ούτε με την προσπάθεια διαφόρων κύκλων της ακροδεξιάς να κάνουν παιχνίδι, ούτε με τα εσωτερικά ζητήματα της ΝΔ, ούτε βέβαια και με την ανάμειξη ποδοσφαιρικών ομάδων στην όλη υπόθεση.
Ψυχραιμία χρειάζεται, κοίταγμα στο καθρέφτη και αυτογνωσία, αναγνώριση ότι κάποια ζητήματα δεν μπορούν να μένουν πάντα σε εκκρεμότητα και επιτέλους άνοιγμα μιας σοβαρής κουβέντας για το πώς θα σταματήσουμε να συγκρουόμαστε για τις εμμονές και θα μπορέσουμε όντως να κάνουμε ένα βήμα μπροστά.