Η κατάσταση στα ελληνοτουρκικά είναι δύσκολη. Χρειάζεται σοβαρότητα και επίγνωση κινδύνου
Η κατάσταση στα ελληνοτουρκικά είναι σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι.
Η Τουρκία κινείται με έναν αλαζονικό τρόπο και προσπαθεί με τσαμπουκά να κατοχυρώσει τη δική της ερμηνεία του διεθνούς δικαίου, την ώρα που προσπαθεί να αναγορευθεί περιφερειακή δύναμη, με την εμπλοκή της στη συριακή κρίση και στον εμφύλιο πόλεμο στη Λιβύη.
Δοκιμάζει να δημιουργήσει τετελεσμένα και χρησιμοποιεί συχνά εμπρηστική ρητορική.
Οι ΗΠΑ και η Γερμανία διεκδικούν να παίξουν ρόλο «μεσολαβητή», όχι πάντα με τον ίδιο τρόπο και συχνά με τις δικές τους «ατζέντες» ι σε σχέση με την Τουρκία.
Διάφορες χώρες είναι σε αντιπαλότητα με την Τουρκία και ενίοτε δηλώνουν ότι θέλουν να στηρίξουν τις ελληνικές θέσεις, αν και συχνά κάνουν και άλλους υπολογισμούς.
Στο μεταξύ οι NAVTEX εκδίδονται η μία μετά την άλλη και ο κίνδυνος για θερμό επεισόδιο από μια στραβοτιμονιά είναι πραγματικός.
Σε αυτό το τοπίο είμαστε και πάνω σε αυτό πρέπει να κάνουμε μια σοβαρή συζήτηση.
Προφανώς και όλοι είμαστε με το διάλογο. Πολεμική σύγκρουση θα ήταν καταστροφή. Ακόμη χειρότερα θα σήμαινε ότι θα συρόμασταν σε μια διαπραγμάτευση χωρίς όρους που θα ήταν εγγύηση καταστροφής.
Όμως, αυτό δεν μπορεί να σημαίνει αφέλεια. Δεν αρκεί να λέμε ότι είμαστε με το διάλογο, ή να πιστεύουμε ότι αρκεί να κάτσουμε γύρω από ένα τραπέζι και «να τα βρούμε».
Ο διάλογος θέλει όρους και προϋποθέσεις. Θέλει κανόνες. Θέλει να μην υπάρχουν προκλήσεις.
Απαιτεί «κόκκινες γραμμές». Και βέβαια θέλει και συσχετισμό δύναμης.
Για να κάνεις διάλογο με μια χώρα που αμφισβητεί κυριαρχικά δικαιώματά σου, πρέπει να μπορείς να δείξεις ότι είσαι ικανός και για το ενδεχόμενο ο διάλογος να μην προχωρήσει, άρα να δείξεις ότι έχεις αποτρεπτική ισχύ.
Ο διάλογος θέλει συμμαχίες, αλλά πραγματικός διάλογος δεν γίνεται ούτε με καλοθελητές ούτε με «μεσολαβητές». Πρέπει να αξιοποιείς συμμαχίες για να ασκήσεις πίεση (αλλά και για να προσφέρεις εγγυήσεις) και την ίδια ώρα να δείξεις ότι μπορείς να χειριστείς τα ζητήματα που σε αφορούν χωρίς «προστάτες».
Ο διάλογος θέλει τέλος και ετοιμότητα να πεις «τέρμα η συζήτηση», εάν ο αντίπαλός σου επιμένει στο δρόμο των προκλήσεων και των «τετελεσμένων».
Όμως, την ίδια στιγμή δεν έχουμε καμία ανάγκη και από φτηνές πατριδοκαπηλίες ή φαντασιώσεις και παραληρήματα μεγαλείου.
Δεν χρειαζόμαστε να φαντασιωνόμαστε και εμείς τη δική μας «γαλάζια πατρίδα».
Αυτοί που οραματίζονται ότι η μισή Μεσόγειος θα είναι ελληνική ΑΟΖ σχέση με την πραγματικότητα δεν έχουν.
Διάλογος σημαίνει διαπραγμάτευση και διαπραγμάτευση σημαίνει ότι κάτι θα δώσεις και κάτι θα πάρεις. Ότι επιδιώκεις τον έντιμο συμβιβασμό.
Και αυτό σημαίνει να εξασφαλίσεις ότι σταματούν οι αμφισβητήσεις ως προς τον πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας, ότι δεν υπάρχουν «γκρίζες ζώνες», ότι δεν στο τραπέζι δεν υπάρχουν «casus belli». Και βέβαια ότι εξασφαλίζεις ότι έχεις ΑΟΖ, γνωρίζοντας ότι δεν θα πας με το γράμμα του διεθνούς δικαίου αλλά με τη λογική της συμφωνίας που με αμοιβαίες παραχωρήσεις θα εξασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη ειρήνη σε μια ευρύτερη περιοχή.
Όλα αυτά θέλουν συναίνεση, πραγματικό διάλογο και σοβαρότητα.
Δεν θέλουν κόμματα που αλλάζουν τοποθετήσεις ανάλογα με το εάν στην κυβέρνηση ή στην αντιπολίτευση.
Δεν θέλουν εμπόρους του πατριωτισμού, που μπορεί να οδηγήσουν σε επικίνδυνες εθνικές περιπέτειες.
Δεν θέλουν διαφημιστές του διαλόγου άνευ όρων, γιατί δεν έχουμε την πολυτέλεια να μη βλέπουμε τους κινδύνους.
Δεν θέλουν πλασιέ ξένων μεσολαβήσεων.
Η στιγμή απαιτεί μια χώρα με αυτογνωσία, δηλαδή με επίγνωση και της δύναμης και τη αδυναμίας της, με ειλικρίνεια στο πώς συζητάει, με ετοιμότητα για κάθε ενδεχόμενο και τόλμη να δουλέψει πραγματικά για την ειρήνη.
Τα πράγματα είναι δύσκολα, αλλά στα δύσκολα κρινόμαστε.