Ο θάνατος του Ντίνου Χριστιανόπουλου μάς αφήνει φτωχότερους. Όμως, το ερώτημα παραμένει: θα θυμόμαστε τους ποιητές μόνο όταν πεθαίνουν;
Ένα από τα ελληνικά παράδοξα είναι ότι θυμόμαστε τους ποιητές μόνο όταν πεθαίνουν.
Τότε πλημμυρίζει η δημόσια σφαίρα από επαίνους και αναλύσεις και αποσπάσματα των έργων τους.
Το είδαμε με την Δημουλά, το είδαμε με την Αγγελάκη-Ρουκ, το βλέπουμε τώρα με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο.
Μόνο που έτσι είναι σαν να τους θεωρούμε απλώς «προσωπικότητες».
Όμως, οι ποιητές δεν είναι απλώς «προσωπικότητες», οι ποιητές είναι πάνω από όλα τα ποιήματά τους, είναι οι λέξεις και οι φράσεις τους.
Γιατί αυτές δεν είναι ποτέ απλώς «ωραίες», ούτε μόνο «σημαντικές», ή όποιο άλλο επίθετο θα χρησιμοποιήσουν οι κάθε λογής επικήδειοι.
Οι λέξεις και οι φράσεις είναι αιχμές, είναι κραυγές, είναι ζωές.
Και αυτές πρέπει να διαβάζουμε, να σκεφτόμαστε, να απαγγέλλουμε, να τραγουδάμε.
Σκεφτείτε π.χ. αυτό: «τα πρόβατα απήργησαν / ζητούν καλύτερες συνθήκες σφαγής». Και αναλογιστείτε πόσο μπορείς να κολλήσεις με την ειρωνεία και την αλήθεια αυτού του στίχου του Χριστιανόπουλου.
Ή αυτό που αποτυπώνει όλη την ομορφιά και την αγωνία και την απελπισία μαζί του έρωτα:
«Ἐσεῖς πού βρήκατε τον ἄνθρωπά σας
κι ἔχετε ἕνα χέρι να σᾶς σφίγγει τρυφερά,
ἕναν ὦμο ν᾿ ἀκουμπᾶτε την πίκρα σας,
ἕνα κορμί να ὑπερασπίζει την ἔξαψή σας,
κοκκινίσατε ἄραγε για την τόση εὐτυχία σας,
ἔστω και μία φορά;
Εἴπατε να κρατήσετε ἑνός λεπτοῦ σιγή
για τους ἀπεγνωσμένους;»
Γιατί ποίηση δεν είναι οι επικήδειοι.
Ποίηση είναι να μπορείς να βάλεις στη ζωή σου τη μαγεία, τον τρόπο που η μεγάλη ποίηση λέει αυτό που νιώθεις, αλλά δεν μπορείς να αρθρώσεις, αυτή τη μικρή λάμψη μιας φράσης: «ἑνός λεπτοῦ σιγή / για τους ἀπεγνωσμένους».
Κυρίως, όμως, πρέπει να βάλουμε την ποίησή στη ζωή μας γιατί πάντα φέρνει ένα χνάρι αμφισβήτησης.
Και ο Χριστιανόπουλος και τη δόξα αμφισβήτησε και την εξουσία και συνεπής στο δικό του ποιητικό δρόμο έμεινε αμφισβητώντας την ηθικολογία αλλά μην αποφεύγοντας ακόμη και τον αυτοσαρκασμό.
«Δεν ξέρω ἂν ἔφυγα ἀπό συνέπεια
ἢ ἀπό ἀνάγκη να ξεφύγω τον ἑαυτό μου,
τη στενή και μικρόχαρη Ἰθάκη
με τα χριστιανικά της σωματεῖα
και την ἀσφυχτική της ἠθική.
Πάντως, δεν ἦταν λύση, ἦταν ἡμίμετρο.
Κι ἀπό τότε κυλιέμαι ἀπό δρόμο σε δρόμο
ἀποχτώντας πληγές κι ἐμπειρίες.
Οἱ φίλοι που ἀγάπησα ἔχουνε πια χαθεῖ
κι ἔμεινα μόνος τρέμοντας μήπως με δεῖ κανένας
που κάποτε τοῦ μίλησα για ἰδανικά…
Τώρα ἐπιστρέφω με μίαν ὕποπτη προσπάθεια
να φανῶ ἄψογος, ἀκέραιος, ἐπιστρέφω
κι εἶμαι, Θεέ μου, σαν τον ἄσωτο που ἀφήνει
την ἀλητεία, πικραμένος, και γυρνάει
στον πατέρα τον καλόκαρδο, να ζήσει
στους κόλπους του μίαν ἀσωτία ἰδιωτική.
Τον Ποσειδῶνα μέσα μου τον φέρνω,
που με κρατάει πάντα μακριά.
Μα κι ἂν ἀκόμα δυνηθῶ να προσεγγίσω,
τάχα ἡ Ἰθάκη θα μοῦ βρεῖ τη λύση;»
Ο Χριστιανόπουλος δεν έγραψε «όμορφη» ποίηση, έγραψε όμως πράγματα ουσιαστικά και που σε αγγίζουν. Άλλωστε, το είχε ξεκαθαρίσει:
«Τί να τα κάνω τα τραγούδια σας
ποτέ δε λένε την ἀλήθεια
ὁ κόσμος ὑποφέρει και πονᾷ
κι ἐσεῖς τα ἴδια παραμύθια
Τί να τα κάνω τα τραγούδια σας
εἶναι πολύ ζαχαρωμένα
ταιριάζουν σε σοκολατόπαιδα
μα δε ταιριάζουνε για μένα»