Η περασμένη Δευτέρα ήταν ιδιαίτερα σημαδιακή. Η κυβέρνηση κατάφερε να ψηφίσει ένα ακόμη πολυνομοσχέδιο για αξιολόγηση από τους θεσμούς, χωρίς ουσιαστικά μεγάλο πολιτικό κόστος.
Η αντιπολίτευση περισσότερο έβγαλε την υποχρέωση, οι διαδηλωτές ήταν αρκετοί, αλλά ήταν από αυτούς που ούτως ή άλλως δεν θα ψήφιζαν ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο Πάνος Καμμένος προτίμησε απλώς να ψηφίσει και να μην μιλήσει ενισχύοντας έτσι την αίσθηση ότι αυτό το νομοσχέδιο καθαρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ και ο ίδιος ο πρωθυπουργός.
Επιπλέον, για πρώτη φορά από το 2010, όχι μόνο δεν είχαμε απώλειες ως προς την κυβερνητική κοινοβουλευτική πλειοψηφία αλλά στο τέλος, με την προσχώρηση της κ. Μεγαλοοικονόμου, ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε με ένα επιπλέον συνεργαζόμενο μέλος στην κοινοβουλευτική ομάδα του.
Κατά κάποιο τρόπο, έγινε στην ψηφοφορία αυτό ακριβώς που αποτύπωσε το τελευταίο εξώφυλλο του UNFOLLOW: ο Τσίπρας διέβη το Ρουβίκωνα. Είναι αυτός που όλα δείχνουν ότι θα πετύχει την τυπική «έξοδο» από τα μνημόνια, γιατί πραγματική δεν προβλέπεται πριν το… 2060. Είναι αυτός που κατάφερε να περάσει τα μέτρα που δεν μπόρεσαν ούτε ο Καραμανλής, ούτε ο Παπανδρέου, ούτε ο Σαμαράς. Είναι αυτός που θα μπορεί να υποστηρίζει ότι έφερε την –ονομαστική…– «ανάπτυξη».
Ο Αλέξης Τσίπρας πλέον ηγείται μια χώρας πολύ διαφορετικής από αυτή που γνώρισε όταν στα τέλη της περασμένης δεκαετίας ανέβαινε στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Εργατικό δίκαιο δεν υπάρχει πια, ένα τεράστιο μέρος των υποδομών έχει ήδη ιδιωτικοποιηθεί ή πρόκειται να εκποιηθεί μέσα στο επόμενο διάστημα, η κοινωνία πια θεωρεί αναδιανομή όχι τις αυξήσεις στους μισθούς (που μειώθηκαν) και στις συντάξεις (που θα μειωθούν ακόμη περισσότερο) αλλά τα ψίχουλα των κοινωνικών μερισμάτων, η ανεργία μειώνεται αργά και βασανιστικά μέσα από την επέλαση της ελαστικής απασχόλησης. Όμως, με μια αντιπολίτευση που στην πράξη λέει ότι θα χρειάζονταν ακόμη περισσότερη λιτότητα και νεοφιλελεύθερη διάλυση του δημοσίου, ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί, παρ’ όλα τα παραπάνω, να λέει ότι εκπροσωπεί τον προοδευτικό πόλο του νέου μνημονιακού δικομματισμού.
Μόνο που ταυτόχρονα αυτή η διάβαση του Ρουβίκωνα σημαίνει ότι πλέον είναι πίσω μας η ρητορική του «πένθους» ή του «άλλα θέλουμε, άλλα κάνουμε». Η κυβέρνηση πλέον καλείται όχι να απολογηθεί για αυτά που αναγκάζεται να κάνει, αλλά να δείξει ότι αυτά που επιλέγει να κάνει συνιστούν όντως μια πορεία εξόδου από την κρίση, ή απλώς την παγίωση μιας συνθήκης μειωμένων προσδοκιών ή ακόμη χειρότερα αναγκαστικά βουβής έλλειψης ελπίδας.
Κοντολογίς τώρα αρχίζουν τα πραγματικά δύσκολα. Γιατί τώρα η κυβέρνηση αυτή πρέπει να κυβερνήσει και όχι απλώς να διαχειριστεί την υλοποίηση αναγκαστικών μέτρων. Και πρέπει να το κάνει χωρίς άλλοθι και χωρίς τη συμπάθεια που μπορεί να είχε απέναντι σε παλινωδίες που φάνταζαν αποτέλεσμα κυνικού εκβιασμού από τη μεριά των δανειστών. Να κυβερνήσει απέναντι σε μια κοινωνία που γίνεται όλο και πιο δύσπιστη απέναντι σε όλους.
Ταυτόχρονα, η Δευτέρα ήταν μια μέρα θλίψης για τον πρωθυπουργό που αποχαιρετούσε ένα στενό συνεργάτη του, τον Θόδωρο Μιχόπουλο. Ο Μιχόπουλος εξέφρασε με τον πιο έντονο τρόπο τις «δυο ψυχές» αυτής της κυβέρνησης. Από τη μια, ήταν ο επιθετικός παίκτης στη μάχη της επικοινωνίας, έτοιμος για χτυπήματα πάνω και κάτω από το τραπέζι, επίμονος και πεισματάρης στην υπεράσπιση αυτής της κυβέρνησης, το κοντινότερο που είχαμε σε spin doctor στην ελληνική αριστερά. Από την άλλη, ήταν αυτός που επέμενε ότι είναι βαθιά αριστερός και διαφωνούσε με πολλά από όσα στήριξε επικοινωνιακά.
Ίσως, η θλίψη του πρωθυπουργού να μην ήταν απλώς για την προσωπική απώλεια. Ίσως να ήταν και η επίγνωση ότι πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να επικαλείται τις «δύο ψυχές». Πλέον η ψυχή είναι μία: αυτή μιας συστημικής, διαχειριστικής «προοδευτικής παράταξης», ό,τι και εάν σημαίνει αυτό στην εποχή του «μνημονιακού κεκτημένου». Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα κριθεί πια από τη συμπάθεια, αλλά από την αποτελεσματικότητα και την ικανότητα να δώσει έστω και μια χαραμάδα ελπίδας.
Έργο στην πραγματικότητα πολύ δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο…