Για άλλη μια φορά οι παρεμβάσεις του Σταύρου Κοντονή δείχνουν ότι τον ενδιαφέρει να προωθηθεί μια συγκεκριμένη «ατζέντα» που έχει περισσότερο να κάνει με πολιτικούς και επιχειρηματικούς συσχετισμούς παρά με την εξυγίανση της δικαιοσύνης.
Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να πει ότι η δικαιοσύνη λειτουργεί καλύτερα από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του ως υπουργός Δικαιοσύνης ο Σταύρος Κοντονής. Άλλωστε, η προηγούμενη θητεία του ως υφυπουργού Αθλητισμού έδειξε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις μάλλον είναι ικανός να προκαλεί περισσότερη αναστάτωση από τα προβλήματα που υποτίθεται ότι ήταν εκεί για να αντιμετωπίσει.
Όμως, σίγουρα μπορεί κανείς να αναγνωρίσει κάτι στον Σταύρο Κοντονή. Όταν έχει μια «ατζέντα», αυτή την υπηρετεί με τον πιο συστηματικό τρόπο. Γνωρίζοντας ότι στα πράγματα που αγγίζουν την πολιτική δημοσιότητα το «μέσο είναι το μήνυμα», δηλαδή δεν μετράει το αποτέλεσμα, αλλά η ίδια η διαδικασία.
Τα λέμε αυτά για να σχολιάσουμε την παραγγελία πειθαρχικού ελέγχου που έκανε ως δικαιούται εκ του νόμου για την καθυστέρηση στην καθαρογραφή του σκεπτικού της πρωτόδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά για την υπόθεση Noor-1. Όπως είναι γνωστό, για την απόφαση αυτή, που ελήφθη τον Ιούλιο του 2016, έχει υποβληθεί έφεση από την εισαγγελία της έδρας του δικαστηρίου κ. Μαρία Τρουπή, που θεώρησε ότι η απόφαση ήταν ιδιαίτερα επιεικής για ορισμένους εκ των κατηγορουμένων και καταδικασθέντων. Η καθυστέρηση στην καθαρογραφή του σκεπτικού της απόφασης καθυστερεί και το δεύτερο βαθμό εκδίκασης της υπόθεσης αυτής.
Υπό κανονικές συνθήκης, η αντίδραση αυτή του υπουργού θα ήταν απόλυτα δικαιολογημένη. Η καθυστέρηση στην καθαρογραφή μιας απόφασης και συνολικά η καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης, που συνεπάγεται και μεγάλη χρονική απόσταση ανάμεσα στην τέλεση των αδικημάτων και την ποινική τους εκδίκαση, συνήθως ευνοεί όσους εμπλέκονται στις υποθέσεις που καταλήγουν είτε να απαλλάσσονται είτε να αντιμετωπίζονται με επιείκεια (εφόσον δεν υπάρχει πια η ίδια «κατακραυγή» για την συγκεκριμένη υπόθεση).
Μόνο που στην περίπτωση αυτή, μάλλον έχουμε να κάνουμε με μια «επιλεκτική ευαισθησία» του υπουργού Δικαιοσύνης. Ή για να το πούμε διαφορετικά, δεν θα είχαμε καμιά αντίρρηση, εάν το βλέπαμε να παραγγέλνει πειθαρχικές διαδικασίες για περισσότερες παράτυπες και προβληματικές καταστάσεις στον χώρο δικαιοσύνης (για το πώς δεν τηρούνται αυτονόητα δικαιώματα κατηγορουμένων και κρατουμένων (π.χ. για τις άδειες), για το πώς λειτουργεί η Αντιτρομοκρατική ως «κράτος εν κράτει», για διώξεις για συμμετοχή σε «τρομοκρατική οργάνωση» που δεν κατονομάζεται κ.λπ.
Γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε με μια επιθυμία να επιταχυνθεί το έργο της δικαιοσύνης αλλά να εξυπηρετηθεί μια συγκεκριμένη «ατζέντα». Αυτή αφορά εκείνο το τμήμα της κυβέρνησης που βλέπει στη διαρκή επαναφορά στο προσκήνιο της υπόθεσης Noor-1 ένα σημαντικό εργαλείο για τη διαμόρφωση πολιτικών και επιχειρηματικών συσχετισμών. Είναι εκείνο το κομμάτι της κυβέρνησης που θεωρεί ότι χτυπώντας τον Βαγγέλη Μαρινάκη δεν εξυπηρετεί μόνο ανταγωνιστικά επιχειρηματικά (και ποδοσφαιρικά…) συμφέροντα αλλά και πλήττει άμεσα τη ΝΔ και την ηγεσία της. Είναι το ίδιο κομμάτι της κυβέρνησης που δεν έχει κανένα πρόβλημα να κάνει διαρκείς διευκολύνσεις στον Δ. Μελισσανίδη και που θεωρεί ότι ο Ιβάν Σαββίδης είναι εκείνος που μπορεί επιτέλους να προσφέρει στην κυβέρνηση το κρίσιμο επικοινωνιακό άνοιγμα που θα χρειαστεί στη μακρά προεκλογική περίοδο που ξεκίνησε με την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης.
Βασική πλευρά αυτής της ατζέντας ήταν εξαρχής να βρίσκεται ο Βαγγέλης Μαρινάκης σε μια διαρκή δικαστική αλλά και επικοινωνιακή ομηρία. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι οι παρεμβάσεις κορυφώνονται πάνω σε κρίσιμες στιγμές. Η προσπάθεια να ανοίξει ξανά η υπόθεση Noor-1 μέσα από την προσπάθεια να δώσει ο Γιαννουσάκης τη «σωστή» κατάθεση συμπίπτει με την εποχή που ο Μαρινάκης είναι υπερθεματιστής για μία από τις τηλεοπτικές άδειες. Το «ξεθάψιμο» της υπόθεσης και η αναπαραγωγή του κατασκευασμένου αφηγήματος (την ώρα που ο Γιαννουσάκης έχει κάνει πια σαφές ότι δεν θα δώσει τη «σωστή» κατάθεση) από τον Τριανταφυλλόπουλο συμπίπτει με την εποχή που γινόταν η δημοπράτηση των περιουσιακών στοιχείων του ΔΟΛ (τα οποία είχε διεκδικήσει και ο Σαββίδης και – σύμφωνα με «ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες» και ο Μελισσανίδης μέσω «μπροστινής» εταιρείας). Και βέβαια δεν είναι τυχαίο ότι, τόσο το αίτημα αναίρεσης για το αρχικό παραπεμπτικό βούλευμα για την υπόθεση των «στημένων παιχνιδιών» όσο και οι προσκλήσεις της Εισαγγελέως Εφετών κ. Τζίβα για «ανωμοτί καταθέσεις» (κοινώς ως υπόπτων) στο Β. Μαρινάκη και άλλους για την «παράλληλη» ανάκριση για το Noor-1, συνέπεσαν ξανά με το διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες. Τυχαία όλα αυτά;
Μάλλον όχι, ιδίως όταν συνεπάγονται ακόμη και εάν οδηγήσουν σε τελική απαλλαγή πολύχρονη δικαστική εμπλοκή και το χαρακτηρισμό «κατηγορούμενος» για πολύ καιρό. Ήδη το «υπόδικος» εμφανίστηκε σε ανακοινώσεις του ίδιου του Μαξίμου.
Είναι σαφές ότι υπάρχει μία πίεση σε όλα αυτά να προστεθεί και το Εφετείο για την υπόθεση Noor-1. Τυπικά, ας το επαναλάβουμε, η δίκη αυτή δεν αφορά τον Β. Μαρινάκη, δεν κατηγορήθηκε ποτέ ούτε ενεπλάκη σε αυτή την υπόθεση (η εμπλοκή του «κατασκευάστηκε ως «αφήγημα»). Δεν του ζητήθηκε καν μαρτυρική κατάθεση ούτε θα έχει οποιαδήποτε σχέση με όσα θα γίνουν στο Εφετείο.
Όμως, για σκεφτείτε το κλίμα: θα διεξάγεται η δεύτερη δίκη του Noor-1, θα υπάρχει η σχετική δημοσιότητα, θα υπερπροβάλλεται η όποια σχέση ορισμένων εκ των κατηγορουμένων με τον Β. Μαρινάκη, την ώρα που στην παράλληλη ανάκριση της κ. Τζίβα θα αντιμετωπίζεται ως ύποπτος και θα προχωράει η υπόθεση με τα «στημένα παιχνίδια» με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών και από ένα σημείο και μετά και με εκδίκαση ενώπιον ακροατηρίου. Οι διαρκείς συνειρμοί και η ανακύκλωση των «αφηγημάτων» θα κλιμακωθούν ακόμη περισσότερο.
Μόνο που όταν κάποιος αποφασίσει να επενδύσει σε τέτοιες πρακτικές, που σημαίνει να εξυπηρετήσει στοχεύσεις που δεν είναι πάντα πολιτικές αλλά συχνά επιχειρηματικές (και δη με «στενό» τρόπο), να στηριχτεί σε διάφορων ειδών «κυκλώματα» εντός και εκτός των δικαστηρίων και των υπηρεσιών ασφαλείας (που μιαν άλλη φορά μπορεί να κάνουν και διαφορετικές επιλογές), να βγάλει από τη ναφθαλίνη τηλεεισαγγελείς που στην πραγματικότητα λειτουργούν απλώς ως χαλκεία και κυρίως να αναπαράγει κατασκευασμένα αφηγήματα με ημερομηνία λήξεις για βραχυπρόθεσμα οφέλη, ταυτόχρονα αναλαμβάνει και έναν μεγάλο κίνδυνο.
Και ο κίνδυνος είναι ότι όλα αυτά, όσο «βολικά» και εάν δείχνουν σε πρώτη ανάγνωση, μεσοπρόθεσμα είναι τοξικά. Δηλητηριάζουν τον δημόσιο βίο, «θολώνουν» την πολιτική αντιπαράθεση και τροφοδοτούν τη γενικευμένη δυσπιστία και απαξίωση του «όλοι ίδιοι και διεφθαρμένοι είναι». Και αυτό ας αναρωτηθούν στην κυβέρνηση πόσο τους διευκολύνει στην προσπάθειά τους να ηγηθούν της «μεταμνημονιακής κανονικότητας».