Ο Φινλανδός Γκεστράνιους πέρασε απαρατήρητος, αφήνοντας να εξελιχθεί υπό κανονικούς όρους μια ποδοσφαιρική αναμέτρηση υψηλότατου ενδιαφέροντος όπως το ΠΑΟΚ-ΑΕΚ. Τι έχουν λοιπόν οι ξένοι διαιτητές και έχουμε καταντήσει να τους αποζητάμε πια σε όλα τα ματς;
Είδαμε για ακόμη μια φορά, μετά τον τελικό του περυσινού Κυπέλλου Ελλάδας, ξένο διαιτητή να σφυρίζει ματς μεταξύ ελληνικών ομάδων. Και ο Φινλανδός Γκεστράνιους, όπως πριν από μερικούς μήνες ο Ισπανός Μπορμπαλάν, πέρασε απαρατήρητος, αφήνοντας να εξελιχθεί υπό κανονικούς όρους μια ποδοσφαιρική αναμέτρηση υψηλότατου ενδιαφέροντος. Είναι οι ξένοι διαιτητές λοιπόν, τόσο καλύτεροι από τους Έλληνες;
Πριν από τον περίφημο νόμο Μποσμάν, που κατάργησε τα σύνορα για τους ποδοσφαιριστές και άλλαξε τον ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό χάρτη, ανάλογο ερώτημα κάναμε και για τους Έλληνες ποδοσφαιριστές. Είναι οι ξένοι τόσο καλύτεροι; Κι αν όχι, τότε γιατί τα περισσότερα ματς στις – έξω απ’ εδώ – χώρες ήταν τόσο πολύ πιο ενδιαφέροντα;
Μέρος της απάντησης βρίσκεται στη νοοτροπία όλων μας. Σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας και της ζωής. Στα ματς του ελληνικού πρωταθλήματος των περασμένων δεκαετιών, ήταν «μαγκιά» να κάνει ατελείωτες καθυστερήσεις η ομάδα που ήταν μπροστά στο σκορ. Γίνονταν όχι μόνο με την ανοχή των διαιτητών, αλλά κυρίως και των θεατών. Δεν θέλουμε να χάνουμε, οπότε όλα επιτρέπονται. Δεν μας αρέσει το ποδόσφαιρο, αλλά η νίκη. Και αυτή η νοοτροπία που εξαπλώθηκε σαν καρκίνος, χάλασε τα πάντα.
Στην ουσία όμως, μας αρέσει το ποδόσφαιρο και για αυτό μας έχει λείψει τόσο πολύ, που στις μικρές ανάσες που παίρνουμε κάθε χρόνο, είτε σε κάποια ευρωπαϊκά ματς, είτε – πιο σπάνια – σε κάποια παιχνίδια του ελληνικού πρωταθλήματος ή κυπέλλου, δείχνουμε τέτοιον ενθουσιασμό.
Μη βλέπετε μόνο τον προελαύνοντα στο πρωτάθλημα ΠΑΟΚ. Είναι ο νεοπλουτισμός με τις ατελείωτες μεταγραφές που τελικά οδήγησαν στη δημιουργία μιας αληθινά δυνατής ομάδας με περγαμηνές και πλεόνασμα ποιοτικών λύσεων, είναι η δίψα μετά από τόσα χρόνια χωρίς πρωτάθλημα, είναι πολλά.
Δείτε τον Παναθηναϊκό. Μια ομάδα υπό διάλυση με έναν ιδιοκτήτη που ουδείς θέλει να βλέπει, η οποία λόγω ανάγκης βρέθηκε με μια φουρνιά πιτσιρικάδων που υπό τις οδηγίες ενός ταλαντούχου Έλληνα προπονητή που έχει γράψει τη δική του ιστορία στον σύλλογο. Μια ομάδα που σε ματς με τον Λεβαδειακό (ξε)σήκωσε κοντά στους 25.000 φίλους του από τον καναπέ.
Δείτε τον Ολυμπιακό, του οποίου το κοινό είναι χορτασμένο από τίτλους κι επιτυχίες, ωστόσο βλέποντας μια ολοκαίνουρια ομάδα να παλεύει απ’ την αρχή ως το τέλος έχοντας ως μοναδικό της όπλο το ποδόσφαιρό της, καταλήγει να κάνει «όλε-όλε» με την κερκίδα μετά από ματς με τα Γιάννινα και τον Αστέρα Τρίπολης…
Τι έχουν λοιπόν οι ξένοι διαιτητές και έχουμε καταντήσει να τους αποζητάμε πια σε όλα τα ματς;
Ισως το μοναδικό «προσόν» τους να είναι η άγνοια. Αγνοια για το ποιος είναι ο ισχυρός, ποιος κάνει τα κουμάντα, ποιος κινεί τα νήματα, ποιος παίρνει τηλέφωνα, ποιος στέλνει μηνύματα.
Αυτή η άγνοια δεν ωφελεί μόνο τους ίδιους, αλλά και τους ποδοσφαιριστές, οι οποίοι ξαφνικά επανακτούν τον σεβασμό προς τον Διαιτητή. Σφύριξε, έβγαλε κάρτα, τέλος. Ούτε μα και μου, ούτε με και σε.
Αυτή η άγνοια επιτρέπει στους ίδιους τους διαιτητές να κάνουν τη δουλειά τους, για την οποία μάλιστα πληρώνονται αδρά και όχι να κάνουν πολιτική και δημόσιες σχέσεις.
Αυτή η άγνοια επιτρέπει στους φιλάθλους να απολαύσουν ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ, χωρίς να υπάρχουν δεύτερες και τρίτες σκέψεις πίσω από το κεφάλι τους.
Και αυτή είναι η μεγαλύτερη ήττα της ελληνικής διαιτησίας. Πετραδάκι – πετραδάκι τόσα χρόνια κατάφερε να απωλέσει κάθε έννοια αξιοπιστίας, ακόμη κι όταν εμφανίζονταν Έλληνες διαιτητές ικανότατοι.
Και όσο τα ανθρωπάκια στην ΕΠΟ θα κοιτάζουν μόνο τις καρέκλες τους και το πώς θα κάνουν εξυπηρετήσεις και το πώς θα πουλήσουν εκδούλευση, η μοναδική σωτηρία για το ποδόσφαιρο της χώρας θα είναι οι ξένοι διαιτητές.
Καλώς να ορίσουν λοιπόν και οι επόμενοι, για να περάσουμε τις εβδομάδες (τουλάχιστον) των ντέρμπι μιλώντας για μπάλα.