Ο κύκλος του Φερνάντο Σάντος έκλεισε στην Πολωνία. Και όπως συμβαίνει πάντα στα μέρη μας σε τέτοιες περιπτώσεις…
Οκτώ μήνες. Τόσο κράτησε η περιπέτεια του Φερνάντο Σάντος στον πάγκο της Εθνικής ομάδας της Πολωνίας. Μια από τις πιο σύντομες αναμνήσεις για έναν άνθρωπο που πρόλαβε και άφησε το σημάδι του στο ποδόσφαιρο ακόμη και αν αύριο αποφασίσει πως ήρθε η ώρα να κρεμάσει το αγαπημένο του μπουφάν της δουλειάς στη ντουλάπα.
Φυσικά υπάρχει πάντα εκείνη η μακρινή «ελληνική» ιστορία του στον Παναθηναϊκό, όταν ο Πορτογάλος άντεξε με το ζόρι τρεις μήνες. Δεν χρειάζεται όμως να γυρίσει τόσο πίσω για να χαμηλώσει με νόημα το κεφάλι κάθε φορά που ακούει εκείνη την περίφημη ατάκα που αποτελεί διαχρονικό αξίωμα: «Υπάρχουν δύο είδη από προπονητές. Εκείνοι που απολύθηκαν. Και εκείνοι που θα απολυθούν»….
Πολλά τα χιλιόμετρα του 69χρονου (10/10/1954) τεχνικού. Και αν στην Πολωνία δεν τον αγάπησαν και δεν έδειξαν την απαραίτητη υπομονή; Εδώ σχεδόν δέκα χρόνια έπειτα από το «αντίο» και εκείνη την ξεχωριστή πτήση που τον πήρε από τη Βραζιλία στο ελληνικό φινάλε του Μουντιάλ 2014, κάποιοι δικαιολογημένα συνεχίζουν να πίνουν νερό στο όνομα του για τη μεγάλη του προσφορά ειδικά σε επίπεδο εθνικής ομάδας.
Είναι χαρακτηριστική μάλιστα η περιρρέουσα ατμόσφαιρα των ημερών. Για να το θέσουμε κομψά; Λίγοι το λένε δημόσια καθώς η εθνική μας ομάδα έχει προπονητή και για πρώτη φορά μετά από χρόνια κάποιες πιθανότητες να φτάσει ως τα τελικά μιας μεγάλης διοργάνωσης (Euro 2024), αρκετοί όμως το συζητούν ιδιωτικά: μήπως τέλος πάντων είναι μια ευκαιρία τώρα που ο Σάντος είναι ελεύθερος να γίνονταν μια προσπάθεια για να επιστρέψει στα μέρη μας.
Αν στέκει μια τέτοια κουβέντα; Το συμβόλαιο του Γκουστάβο Πογιέτ ολοκληρώνεται στο τέλος του χρόνου. Ο Τάκης Μπαλτάκος σε μια πρόσφατη (και σίγουρα όχι σπάνια) τοποθέτηση του το είπε μέσες-άκρες πως ακόμη δεν υπάρχει για εκείνον κάποια απόφαση και ότι «θα κριθεί στο τέλος».
Ουσιαστικά βεβαίως ο Ουρουγουανός, ανεξάρτητα με το πως θα καταλήξει το προκριματικό γκρουπ όπου εξ αρχής η παρουσία της Γαλλίας και της Ολλανδίας δεν άφηνε πολλά περιθώρια, γνωρίζει ότι το ορόσημο για εκείνον είναι οι αγώνες μπαράζ του Μάρτη (μέσω της πρωτιάς που κέρδισε στον όμιλο του τελευταίου Nations League). Προφανώς δικαιούται να είναι εκείνος που θα πάει την ομάδα σε αυτά τα ματς. Και αν έπειτα από 12 χρόνια μας βάλει ξανά σε τροχιά συμμετοχής σε μια τελική φάση Πανευρωπαϊκού; Θα γίνει ο πιο επιτυχημένος από την εποχή που ο Σάντος έκλεισε πίσω του την πόρτα.
Δεν είναι της παρούσης λοιπόν μια τέτοια κουβέντα. Είναι όμως σίγουρα μια ευκαιρία αυτή η «ατμόσφαιρα» με αφορμή την επικαιρότητα γύρω από τον Σάντος να κάνει τον καθένα να συνειδητοποιήσει τι «είχε» και τι «έχασε» το ελληνικό ποδόσφαιρο. Πως ο κύκλος της προηγούμενης δεκαετίας (2004-2014) με την κατάκτηση του Euro και τις διαδοχικές παρουσίες στα Μουντιάλ και τα Πανευρωπαϊκά έδωσε τη θέση του στην… καταχνιά. Είχαμε δύο προπονητές από το καλοκαίρι του 2001 ως το φινάλε του Μουντιάλ του 2014: Τον χερ Ότο και τον Πορτογάλο. Έχουμε αλλάξει οκτώ τα τελευταία εννέα χρόνια και ίσως σύντομα να κληθούμε να αναζητήσουμε και τον επόμενο. Αν ήταν το πρόβλημα ο προπονητής πιθανότατα θα το είχαμε λύσει…
Το θέμα είναι τι ζητάμε από έναν προπονητή. Και ότι σε μια εποχή που το ποδόσφαιρο γίνεται τόπος συνάντησης για δέκα διαφορετικές επιστήμες και αμέτρητους τεχνοκράτες, εμείς περιμένουμε η προσωπικότητα και ο χαρακτήρας κάποιου επαγγελματία να είναι σε θέση να δώσει «μαγικές λύσεις» σε προβλήματα άλυτα: Εκτός αν κάποιος ξέχασε πως μόλις μια εβδομάδα πριν γίναμε ανέκδοτο στην UEFA ως εθνική ομάδα που ζήτησε από μια σειρά ποδοσφαιριστές τους να πάρουν κίτρινη κάρτα κόντρα στους Ολλανδούς για να λείψουν από το «εύκολο» ματς με το Γιβραλτάρ, ενώ δεν ήξερε τον κανονισμό: Ότι στα προκριματικά του Euro οι ποδοσφαιριστές δεν τιμωρούνται στις δύο αλλά στις τρεις κίτρινες κάρτες.
Ναι, πιθανότατα ο πολύπειρος και νικητής του Euro 2016 με την Πορτογαλία, Σάντος, να το γνώριζε και μην γινόμασταν «θέατρο». Όπως τον Φορτούνη που τον αγαπά και τον λατρεύει πιθανότατα όχι μόνο θα τον είχε διατηρήσει «διαθέσιμο» αλλά θα αξιοποιούσε και το μοναδικό ταλέντο του.
Όσο η αναζήτηση όμως αφορά έναν προπονητή με «μαγική μπέρτα», τόσο και το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν θα κάνει ποτέ συντονισμένα ένα βήμα προς τα εμπρός. Από επαγγελματίες σαν τον Ρεχάγκελ και τον Σάντος μαθαίνεις και πας παρακάτω έχοντας εκμεταλλευτεί τον τρόπο και τις ιδέες του, με σεβασμό στη μεγάλη προσφορά τους. Τα χρόνια που πέρασαν δείχνουν απλά πως δεν μάθαμε τίποτα. Ούτε τους κανονισμούς για τις κίτρινες κάρτες…