Κεντρική διαχείριση και συναφή δικαιώματα…

Κεντρική διαχείριση και συναφή δικαιώματα…

Μια διαδικασία εισαγωγής της «κεντρικής διαχείρισης των δικαιωμάτων» στη Super League έχει νόημα εφόσον έχουν κινηθεί οι διαδικασίες να αξιολογηθεί, να μετρηθεί και να κοστολογηθεί το προϊόν και, ταυτόχρονα, έχουν συμφωνηθεί οι συντελεστές και οι τρόποι διανομής των εσόδων.

Περί «κεντρικής διαχείρισης δικαιωμάτων εικόνας και ήχου» (είναι ευρύτερος ο τίτλος από το απλό «κεντρική διαχείριση τηλεοπτικών δικαιωμάτων) των ΠΑΕ – μελών της Super League ο λόγος, καθώς επίκειται (έτσι υποστηρίζεται) η καταστατική νομοθέτηση της, έχουν διασφαλιστεί οι απαραίτητες πλειοψηφίες.

Η κυρίαρχη λογική προτάσσει (αυτό τη συμφέρει) την αναγκαία τροποποίηση του καταστατικού της Λίγκας, σε συνέχεια ανάλογης τροποποίησης του καταστατικού της ΕΠΟ, ώστε να προκύψει σαφής χρονική δέσμευση για την έναρξη ισχύος της διάταξης από την αγωνιστική περίοδο 2023/2024 (περιλαμβανομένης αυτής).

Η ορθή λογική έχει άλλες προτεραιότητες, από την ικανοποίηση των οποίων θα εξαρτηθεί το τελικό αποτέλεσμα και, κυρίως, η πραγματική δυνατότητα των ΠΑΕ της Super League 1 να υλοποιήσουν ένα σχεδιασμό, χωρίς αυτό να συμβεί «στην τούρλα του Σαββάτου» και να απειλείται αμέσως με κατάρρευση.

Πρώτον, απαιτείται σαφής, ιεραρχημένη, αναλυτική και πλήρης καταγραφή όλων των «συναφών δικαιωμάτων» που η τεχνολογία προσφέρει σήμερα ( για τα μελλοντικά κανείς δεν μπορεί να προβλέψει) πέραν των απλών της «απευθείας τηλεοπτικής μετάδοσης», ώστε οι ΠΑΕ να έχουν στη διάθεση τους ένα πλήρες πακέτο των πραγματικών δυνατοτήτων που η τεχνολογία προσφέρει και η αγορά ζητάει (αν ζητάει) να αγοράσει. Το τσουβάλιασμα όλων αυτών των δικαιωμάτων σε μια γενικόλογη φράση ( «συναφή δικαιώματα») είναι για τη λαϊκή αγορά και όχι για την αγορά της εικόνας και του ήχου.

Δεύτερον, απαιτείται πλήρης κοστολόγηση όλων των «συναφών δικαιωμάτων» στην γνωστή και συγκεκριμένη ελληνική αγορά, που είναι πεπερασμένη και μάλλον περιθωριακή.

Τρίτον , απαιτείται μια συμφωνία για το «ελάχιστο αποδεκτό αντίτιμο», στο οποίο το κάθε «συναφές δικαίωμα» θα πωληθεί, ώστε η πώληση να μην θεωρείται ότι έγινε « μπιρ παρά» και για να διασφαλιστεί ένα αποδεκτό πλαίσιο σοβαρότητας του πωλητή για να μπορεί να κυκλοφορεί στην αγορά και να πουλάει.

Τέταρτο, χρειάζονται συστηματικές μετρήσεις, τόσο της συλλογικής (της Λίγκας), όσο και της ατομικής (της κάθε ΠΑΕ) επιρροής στην κοινωνία και στην αγορά για να διαμορφωθεί ένα αποδεκτό, ένα πραγματικό πλαίσιο αναφοράς σχετικά με τις πιθανές επιλογές για την κατανομή των εσόδων από όλα τα συναφή δικαιώματα» και από τα απλά της απευθείας τηλεοπτικής μετάδοσης με ένα τρόπο δίκαιο ποδοσφαιρικά και δικαιότερο εμπορικά.

Η προεργασία αυτή και μια αποδεκτή εμπορικά κατηγοριοποίηση όλων αυτών των «δικαιωμάτων» προϋποθέτει ένα πρόσωπο ή μια ομάδα προσώπων με σαφή, επιστημονικά διαμορφωμένη ικανότητα να χειρίζονται και να πουλάνε ανάλογα προϊόντα, σε απλά ελληνικά «νταραβεριτζήδες που να καλιγώνουν ψύλλο στον τομέα των άϋλων δικαιωμάτων». Σε διαφορετική περίπτωση μιλάμε για «λαϊκατζήδες», που μπορεί να πουλάνε ικανοποιητικά ντομάτες και αγγούρια, αλλά εδώ το θέμα ξεφεύγει από αυτό το επίπεδο.

Ότι η ίδια η Super League λειτουργεί ως «λαϊκατζής σε λαϊκή αγορά δυτικών προαστίων» δεν είναι είδηση, ούτε αποτελεί μομφή για όποιον γνωρίζει ή αξιολογεί τη λειτουργία της. Για κάποιους είναι και τιμητικός ο τίτλος.

«Τροποποιώ το καταστατικό και θεσμοθετώ την κεντρική διαχείριση» είναι μια επιλογή πολύ περισσότερο σύνθετη από ότι πιστεύουν μερικοί που έχουν αποθεώσει την όποια δυναμική της, σήμερα κανένας δεν πείθεται με ιδεολογήματα και συναφείς ιδεοληψίες, οι πολιτικές εμπορικής διαχείρισης του προϊόντος είναι ολόκληρη επιστήμη και, το κυριότερο, διαρθρώνονται με τις πολιτικές αξιολόγησης και πώλησης του προϊόντος κι εκείνες της διανομής του.

Όλες αυτές οι παράμετροι αποτελούν ένα δυναμικό σύνολο που λειτουργεί ταυτόχρονα, εξελίσσεται ομαδικά και η μία από την άλλη είναι αξεχώριστες.

Κάπου, ανάμεσα σε όλες αυτές τις ανάγκες μιας ορθολογικής κεντρικής διαχείρισης, που είναι πλήρως προετοιμασμένη και έχει συμφωνηθεί από τους ενδιαφερόμενους με όλα τα στοιχεία στο τραπέζι θα έπρεπε να κινείται η πολιτική της Λίγκας, η οποία, ως συλλογικό όργανο, χρειάζεται να έχει, για κάθε ζήτηση, ένα ολοκληρωμένο σχέδιο στη διάθεση της και όχι να τσαλαβουτάει σε δοξασίες και μυθεύματα.

Εννοείται, πως παραμένει ισχυρή, αποτρεπτική για κάθε ιδέα κεντρικής διαχείρισης, η απουσία από το τραπέζι των συζητήσεων εταιρειών που να είναι αυτόφωτες, να διαθέτουν κανονικούς ιδιοκτήτες, να λειτουργούν με αποδεδειγμένο επενδυτικό σχέδιο και να είναι αξιόπιστοι εταίροι σε μια ποδοσφαιρική Λίγκα κι όχι υπάκουοι υπάλληλοι και μπροστινοί στοιχηματζήδων και βαρώνων αλλότριων συμφερόντων.

Μια διαδικασία εισαγωγής της «κεντρικής διαχείρισης των δικαιωμάτων» στη Super League 1 έχει νόημα εάν κι εφόσον παράλληλα ή ακόμη και πριν από αυτήν έχουν κινηθεί οι διαδικασίες να αξιολογηθεί, να μετρηθεί και να κοστολογηθεί το προϊόν και, ταυτόχρονα, έχουν συμφωνηθεί οι συντελεστές και οι τρόποι διανομής των προβλεπόμενων εσόδων.

Σε διαφορετική περίπτωση θα καταλήξει ένα ετοιμόρροπο οικοδόμημα γύρω από το οποίο θα συγκρουστούν σκληρά νέες απαιτήσεις και νέες προτεραιότητες με άμεσο τον κίνδυνο να καταρρεύσει πριν καν ολοκληρωθεί.

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ