Η λογική «τώρα που βρήκαμε παππά να θάψουμε καμιά σαρανταριά» (στον ρόλο του «παππά» η κεντρική διαχείριση) θα είχε νόημα αν όλες οι υπόλοιπες παθογένειες του ποδοσφαίρου είχαν αντιμετωπιστεί κι απέμενε η κεντρική διαχείριση να στέκει ως η μόνη αρνητική παράμετρος...
Όσο και να γαβγίζει ο ΝΠΣ Βόλος κι ο Αχιλλέας, όσο και να εξοργίζεται ο Γκαγκάτσης (αυτό πληρώνεται από τον Μονεμβασιώτη να κάνει), όσο και να προσφεύγουν στην επίκληση της ευρωπαϊκής πορείας των «τριών» του τέως Π.Ο.Κ. για να αποδείξουν την πολύ μεγάλη χρησιμότητα της κεντρικής διαχείρισης των τηλεοπτικών δικαιωμάτων του πρωταθλήματος», η μοναδική αλήθεια είναι μια και δεν αλλάζει: η κεντρική διαχείριση δεν είναι (ποτέ δεν ήταν) πανάκεια «δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν» στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Η λογική «τώρα που βρήκαμε παππά να θάψουμε καμιά σαρανταριά» (στον ρόλο του «παππά» η κεντρική διαχείριση) θα είχε νόημα αν όλες οι υπόλοιπες δομικές παθογένειες του επαγγελματικού ποδοσφαίρου είχαν αντιμετωπιστεί ή έστω λειανθεί κι απέμενε η κεντρική διαχείριση να στέκει ως η μόνη αρνητική παράμετρος, συνεπώς αν λυθεί λύνονται όλα τα προβλήματα.
Η λογική αλληλουχία των πραγμάτων είναι άλλη: η κεντρική διαχείριση υπηρετεί, όντως, ένα ανεπτυγμένο ανταγωνισμό και διασφαλίζει (ως ένα βαθμό) την οικονομική ανεξαρτησία των ομάδων – εταιρειών, όταν αυτές είναι δομικά έτοιμες να λειτουργήσουν και να ανταγωνιστούν ανεξάρτητα από διάφορα ποδοσφαιρικά και μη κέντρα συμφερόντων και έχουν αποδείξει την διάθεση τους αυτή.
Δεν είναι σε καμία περίπτωση νοητό να επικαλούνται την κεντρική διαχείριση ομάδες και εταιρείες για τις οποίες προκύπτουν ( από την κοινή περί τα πράγματα αντίληψη, η οποία σπάνια λαθεύει) ευθέως ζητήματα ανεξαρτησίας και οι οποίες είναι προς διερεύνηση από τη φίλαθλη κοινή γνώμη και μεγάλες στοιχηματικές εταιρείες για την αξιοπιστία των αγώνων τους και την ακεραιότητα της συμμετοχής τους στο πρωτάθλημα.
Η επίκληση άλλων, ανεπτυγμένων πρωταθλημάτων του εξωτερικού στα οποία ισχύει όντως η κεντρική διαχείριση αυξάνει, αντί να μειώνει, την ψυχοπαθολογία της κατάστασης που επικρατεί στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Όποιος επιχειρεί να συγκρίνει το γερμανικό ή το ισπανικό ή τοπ αγγλικό ή ακόμη και το ιταλικό πρωτάθλημα με αυτό το νεοελληνικό καφενειακό στοιχηματζίδικο έκτρωμα για να δικαιώσει το αίτημα της κεντρικής διαχείρισης το μόνο που καταφέρνει είναι να κάνει βούκινο τη δική μας ανυποληψία, τίποτε περισσότερο.
Άλλωστε, το κοινό στο οποίο απευθύνεται ( οι φίλαθλοι, ακόμη και μεγάλη μερίδα των οπαδών που δεν είναι ψεκασμένοι) είναι εξαιρετικά καχύποπτο και ακραία υποψιασμένο σε ανάλογες αναφορές και ηρωικές ανακοινώσεις ή ατάκες, η παγκοσμιότητα της ενημέρωσης έχει ακυρώσει στην πράξη ακόμη και το πιο αθώο ψέμα.
Το ίδιο συμβαίνει και με εκείνες «κλαψομ@@νιάρικες» αναφορές «στους μικρούς κι αδύναμους, που η άτιμη κενωνία τους έφερε να εισπράττουν 1,3 εκατομμύρια ευρώ για την αγωνιστική περίοδο 2021/2022, ενώ θα ήθελαν 6 εκατομμύρια και σιγά τώρα που φοβάστε εμάς τους ταπεινούς», αυτό το «ελεήστε τον αόμματο» του Μίμη Φωτόπουλου δεν αντέχεται από κανένα.
Η αγορά είναι πολύ σκληρή υπόθεση, παίρνει για να δώσει (το αντίθετο είναι φιλανθρωπικό ίδρυμα και όχι ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης τηλεοπτικών δικαιωμάτων), χρειάζεται να αναλογιστούν οι «έξι» ( Βόλος, Απόλλων, Λαμία, Παναιτωλικός, Ιωνικός, Αστέρας) τι δίνουν και τι επιζητούν να εισπράξουν, γιατί συμβαίνει αυτό, τι εγγυήσεις ανεξαρτησίας προσφέρουν και πως μπορεί να αντιμετωπιστεί η εγγενής καχυποψία που τους συνοδεύει κι όχι να επικαλούνται τα φιλάνθρωπα αισθήματα των ανταγωνιστών τους.
Η πρόκληση είναι πάνω στο τραπέζι, αφορά αυτούς ακριβώς τους λεγόμενους «μικρούς» και διαμορφώνεται από την υπαρκτή ή όχι επιθυμία τους να καταστούν, με συγκεκριμένες ενέργειες και πράξεις, αυτόνομοι και αυτόφωτοι, να ενισχύσουν σημαντικά την θετική επιρροή τους για να μπορούν, στη συνέχεια, να διεκδικήσουν την κανονική κεντρική διαχείριση του συνόλου των δικαιωμάτων και όχι μόνο των τηλεοπτικών.
Ιδού, λοιπόν, πεδίο δόξης λαμπρό για τις «έξι» διαμαρτυρόμενες «αδερφές» να ξεκινήσουν διαδικασίες αυτοκάθαρσης και αυτοκαθορισμού, να υλοποιήσουν ένα μεγάλο μέρος ενός απαραίτητου προγράμματος επιχειρηματικής αυτοδιάθεσης και μετά να απαιτήσουν από τις υπόλοιπες, τις λεγόμενες «μεγάλες» να τις αντιμετωπίσουν ισότιμα.
Όσο «ζυγίζονται, μετριούνται και βρίσκονται ελλειπείς» κανένας δεν πρόκειται να δεχθεί να αυτοχειριαστεί για χάρη τους.
Υ.Γ. Το πρόβλημα των «έξι» δεν είναι (ποτέ δεν ήταν) η κεντρική διαχείριση. Για μια αυξησούλα στο ποσό που τους προτείνεται ζουν όλοι, αν την λάβουν όλα θα είναι καλώς καμωμένα, του χρόνου βλέπουμε και πάλι …