Ο Κάκος είναι ένας σύγχρονος Προκρούστης της αλήθειας με κρεβάτι προσαρμοζόμενο κάθε φορά στις ανάγκες των δικών του παραδοχών.
Ο Τάσος Κάκος δεν είναι άνθρωπος. Είναι μύθος, είναι ιδεολογία, είναι πρότυπο στάσης και συμπεριφοράς με έντονο ψυχαναλυτικό και κοινωνιολογικό ενδιαφέρον για τους ερευνητές της ανθρώπινης φύσης και τους μελετητές της «αντικειμενικής αλήθειας».
Η διαδρομή του από τα γήπεδα και τους αγωνιστικούς χώρους έως την απόλυτη παρακμή της καθυβριζόμενης τηλεοπτικής περσόνας είναι η οδός προς την «απελευθέρωση» από τον καταναγκασμό, είναι η υπέρβαση της ανάγκης που οδηγεί στην πλήρη ελευθερία να είναι ο καθένας ο εαυτός του και να μην χρειάζεται να υποκρίνεται.
Ο Τάσος Κάκος είναι ένας καθαρός, αγνός, άδολος υποτακτικός! Έγινε, μετά το πέρας της διαδρομής του στην διαιτησία, αυτό που πάντα αποζητούσε η καρδιά του, αυτό που πάντα ονειρεύονταν. Ένας υπάλληλος!
Στη διαδρομή αυτή χρειάστηκε να απορρίψει την εικόνα του αντικειμενικού του άτεγκτου, του νομιμόφρονα που τόσο έντεχνα καλλιέργησε στα γήπεδα, επειδή, προφανώς, ποτέ δεν την αποδέχθηκε, ποτέ δεν την υπηρέτησε, ποτέ δεν την ένιωσε δική του, μέρος του χαρακτήρα του.
Η εικόνα που όλοι οι «αντικειμενικοί» στα χρόνια της ενεργούς δράσης του Κερκυραίου ρέφερι έβλεπαν και αποθέωναν ήταν μια ψευδής συνείδηση, μια επίπλαστη κατασκευή, μια Ο Τάσος Κάκος ασφυκτιούσε στη στολή του «αντικειμενικού». Δεν μπορούσε να το δείξει φανερά, υπόφερε να παίζει ρόλους και τώρα, ελεύθερος βαρών ( ψυχολογικών και άλλων) μπορεί να είναι ο εαυτός του και να χαίρεται για την σημερινή εικόνα του, την οποία με τόσο κόπο κατάκτησε.
Ο Τάσος Κάκος διδάσκει υποταγή και αγνή, ανόθευτή υπαλληλία. Όχι με όσα λέει ή με όσα υπονοεί κατηγορώντας τους άλλους (ακόμη και έναν Βέργη). Διδάσκει υποταγή με όσα δεν λέει, με όσα καταπίνει όταν χρειάζεται να υπερασπιστεί απέναντι σε ισχυρότερους (συγκυριακά ή μόνιμα) την καρέκλα του και την ιδεολογία του «κακισμού», δηλαδή την απόλυτη, τη γενικευμένη, την ιδεοληπτική υποταγή σε όσα ο ίδιος έχει αποφασίσει πως είναι σημαντικά και αξίζουν της ιδιαίτερης προσοχής του. Όταν χρειάστηκε να το κάνει εμφάνισε τον πραγματικό εαυτό του και χαίρεται γι’ αυτό, δεν ανησυχεί.
Ξέρει πως πάντα υπάρχουν πρόθυμοι και μόνιμοι να τον υπερασπιστούν και να καταστούν ξενιστές της δικής του αλήθειας. Ότι η αλήθεια δεν περιλαμβάνεται στις προτεραιότητες του ή στις υποχρεώσεις του δεν είναι κακό, ούτε προς θάνατο. Σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις πάντα κάτι λείπει για να είναι ολοκληρωμένη η εικόνα κι ο Τάσος διάλεξε να αφήσει έξω από το μαντρί την αλήθεια. Αυτή η «καταραμένη» τάση μερικών να απαιτούν από ένα Κάκο να υπερασπιστεί την αντικειμενική αλήθεια τον στενεύει, του χαλάει τη μόστρα, τον αναγκάζει σε λάθη, οδηγεί σε διακινδύνευση τα ωφελήματα του.
Ο Τάσος είναι ο μεγαλύτερος υπερασπιστής της άποψης πως δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια, όλα είναι θέμα εικόνας και οπτικής γωνίας, η ερμηνεία της εικόνας έχει σημασία και αυτός που την επιχειρεί ως δήθεν αυθεντία. Ο τρόπος για να «αποδειχθεί η δική του αλήθεια» βρίσκεται πάντα αρκεί να προσαρμόσει κανείς την εικόνα.
Ο Τάσος έχει κατηγοριοποιήσει τις προτεραιότητες του με ένα προσωπικό κώδικα αξιών, για τον οποίο είναι απόλυτος. «Η αλήθεια υπάρχει για να συμφέρει, αλλιώς ζήτω η μη αλήθεια» είναι το δόγμα και αυτό που συμφέρει γίνεται αληθινό στο μέτρο που ο Τάσος μπορεί να ωφεληθεί από την επίκληση του.
Σε άλλες εποχές, όπου η γνώση ήταν πεπερασμένη και η αλήθεια ανταποκρίνονταν πλήρως στη «δημοσίευση» και μόνο ο Τάσος θα ήταν ο επίσημος γκαουλάϊτερ της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων. Στη σημερινή εποχή είναι μια αστεία, γελοία σχεδόν καρικατούρα αντικειμενικού, που δεν φείδεται της μεγαλύτερης στρέβλωσης αρκεί να μπορεί να αποδείξει σε πραγματικό χρόνο ότι το δόγμα του αξίζει τα λεφτά του (όποια κι αν είναι αυτά).
Ότι επιμένει σε πείσμα της αντικειμενικής πραγματικότητας να αποθεώνει αντί για το γεγονός (δηλαδή αντί για την αντικειμενική αλήθεια) την ερμηνεία του γεγονότος, την οποία βεβαίως ο ίδιος έχει ως προορισμό σε αυτή τη ζωή να προσφέρει, είναι χαρακτηριστικό σύμφυτο με τις αποφάσεις που έλαβε και την οπτική του για την αλήθεια.
Ο Κάκος δεν λέει ποτέ ψέματα. Λέει με μια τρομακτική ευκολία «μη αλήθειες». Κανένας δεν μπορεί να τον κατηγορήσει για ψεύτη. Ο Τάσος ερμηνεύει την αλήθεια και απλώς, όταν απαιτείται, προσαρμόζει την ερμηνεία του. Ο Τάσος δεν είναι Γκέμπελς, δεν έχει σχέση με αυτή την παγκόσμια καρικατούρα που αποθέωσε την τερατώδη εκδοχή του ψέματος.
Είναι κάτι χειρότερο. Είναι ένας σύγχρονος Προκρούστης της αλήθειας με κρεβάτι προσαρμοζόμενο κάθε φορά στις ανάγκες των δικών του παραδοχών, ώστε το θύμα να μην μπορεί να αρνηθεί τη σκληρή πραγματικότητα της προσαρμογής του στις διαστάσεις του κρεββατιού.
Ο Βέργης ένιωσε στο πετσί του την εκδοχή της «αύξησης του όγκου» του. Για να καταλάβει ότι με ένα Τάσο δεν μπορεί να παίξει ποτέ κανείς. Αν το επιχειρήσει τον περιμένει το κρεββάτι του Προκρούστη.