Μοναδική έγνοια της ΕΠΟ για τις εθνικές ομάδες είναι τα μπαλώματα και οι εξυπηρετήσεις κολλητών προέδρων ΠΑΕ και μανατζαραίων που βγάζουν πραμάτεια για πούλημα ή προπονητών που χρειάζονται να κολλήσουν ένσημα.
Αν έχει κάποιο, το ελάχιστο, νόημα να ασχοληθεί κανείς με αυτή την περιφερόμενη ιλαροτραγωδία που αυτοαποκαλείται «εθνική ομάδα» είναι για να θέσει, ευθέως και χωρίς φιοριτούρες, το πραγματικό πρόβλημα όλου του «εθνικού οργανισμού»: άπαντες οι ασχολούμενοι με οποιαδήποτε ιδιότητα με την εθνική ομάδα Ανδρών (και τις υπόλοιπες εθνικές ομάδες) τόσα μπορούν, τόσα θέλουν, τόσα κάνουν.
Με άλλα λόγια η ποιότητα όλων των εμπλεκομένων στην οργάνωση και στη λειτουργία των εθνικών ομάδων είναι αυτή που φαίνεται, εδώ και καιρό και δεν μπορεί να δικαιολογήσει αυταπάτες, όπως αυτές που επικοινωνούνται από το δημοσιογραφικό pay roll της Ε.Π.Ο.
Μόλις η ελληνική ποδοσφαιρική οικογένεια κατανοήσει αυτή τη «μαύρη» αλήθεια θα ανοίξει ο δρόμος προς την ελευθερία και θα αποκαταστήσει υγιείς σχέσεις με την πραγματικότητα, διαμορφώνοντας αναλόγως και τις απαιτήσεις της από ένα οργανισμό χαμηλότατων προσδοκιών, ο οποίος αυτά μπορεί, αυτά κάνει.
Είναι αρνητική μια ανάλογη εξέλιξη; Ουδαμώς!!! Αντίθετα, είναι απελευθερωτική, καθώς διαμορφώνει το ακριβές κλάσμα μεταξύ των απαιτήσεων και των δυνατοτήτων, ώστε και η κριτική που γίνεται να εδράζεται σε πραγματική βάση και να είναι αντικειμενική.
Σκεφθείτε την εξής απλή σύγκριση: την πορεία των εθνικών ομάδων της Ελλάδας και της Πορτογαλίας μετά το Euro 2004, ακόμη και μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο 2014.
Η πρώτη, εμείς δηλαδή, οδεύει, με τη γνήσια ελληνική ψωροπερηφάνεια και την αντίστοιχη άγνοια κινδύνου, προς τον αφανισμό της και η δεύτερη είναι σε μια τεράστια άνθηση, έχει κατακτήσει το Euro και το Nations League, παίζει ένα ελκυστικό ποδόσφαιρο, επενδύσει σε ένα πλουσιότατο παραγωγικό υπόβαθρο και διαμορφώνει ένα μέλλον εξόχως ενδιαφέρον.
Η πρώτη, εμείς δηλαδή, ακουμπάει σε μια κατεστραμμένη εθνική ομοσπονδία, χωρίς ίχνος προγραμματισμού, έρμαιο συμφερόντων και εξυπηρετήσεων, αδύναμη να αντιληφθεί το παρόν και ανίκανη να σχεδιάσει ένα ελάχιστο μέλλον, παραδομένη, ως οργανισμός, να τη διοικούν (άρα να διαχειρίζονται το μέλλον του αθλήματος) άνθρωποι άσχετοι, ανίδεοι, ανίκανοι, ιδεοληπτικοί του κάθε χωριού και εμμονικοί του ξεφτιλισμένου συστήματος των Ενώσεων (δηλαδή των προέδρων των Ενώσεων).
Μοναδική της έγνοια για τις εθνικές ομάδες τα μπαλώματα (εξ ανάγκης τα περισσότερα) και οι εξυπηρετήσεις κολλητών προέδρων Π.Α.Ε. και μανατζαραίων που βγάζουν πραμάτεια για πούλημα ή προπονητών που χρειάζονται να κολλήσουν ένσημα.
Η στάση απέναντι στον Ολυμπιακό είναι μια παρωνυχίδα μπροστά στην απύθμενη ανικανότητα αυτών των θρασιμιών, που το θράσος τους φτάνει στο σημείο να ομιλούν εκ μέρους της εθνικής που κατέκτησε το Euro 2004, που πήρε μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο 2010, που έλαμψε στο Euro 2012 και για ένα πέναλτι δεν προκρίθηκε στην προημιτελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2014. Τον Ιούνιο του 2014 είναι το σημείο καμπής, καθώς από τότε ξεκίνησε δυναμικά η «εξυγίανση» να παρεμβαίνει στην Ε.Π.Ο., μέσω της δικαιοσύνης και μιας οργανωμένης σκευωρίας, με στόχο να διαλύσει το οικοδόμημα. Τα κατάφερε το 2016.
Όλοι αυτοί οι ανερμάτιστοι τύποι, που προέκυψαν για να στηρίξουν την σχεδιασμένη καταστροφή του ελληνικού ποδοσφαίρου προβάλλοντας μια αφετηριακά κακοφορμισμένη δήθεν εξυγίανση, ενώ το μόνο που τους συνέχει είναι το πορτοφόλι τους, τίποτε διαφορετικό δεν μπορούν να οργανώσουν από αυτό που φαίνεται στο γήπεδο, σε αυτό το γήπεδο – χωράφι, στο οποίο ορίστηκε ήδη ο Τελικός Κυπέλλου για τον Μάϊο 2021 (και είναι βέβαιο πως δεν θα διεξαχθεί).
Ότι παρουσιάζονται ως διάδοχοι των μεγάλων στιγμών της εθνικής είναι η κλασσική ύβρις κάθε επαγγελματία οικονομισάριου που ζει σε βάρος αυτού που υποτίθεται ότι εκλέχτηκε να διαχειριστεί. Κανονικά παράσιτα που κατατρώγουν το σώμα του ξενιστή (Ε.Π.Ο.).
Σε τι διαφορετικό μπορεί να ελπίζει το ελληνικό ποδόσφαιρο -και στο επίπεδο των εθνικών ομάδων- από ένα σύστημα που έχει αιχμαλωτίσει το άθλημα, έχει κατασπαταλήσει τους πόρους του, έχει αποθεώσει το ραχάτι και τον κεφαλικό φόρο, συντηρεί ανεπάγγελτους προέδρους ενώσεων, πριμοδοτεί υπαλλήλους επιχειρηματιών και όλο το δημοσιογραφικό αληταριό της εξυγίανσης;
Σε αυτό το πλαίσιο το πρόβλημα δεν είναι (αλίμονο!) ένας υπαλληλάκος που παριστάνει τον προπονητή ή δέκα ποδοσφαιριστές που τρέχουν και τρέχουν και όλο στο ίδιο σημείο βρίσκονται. Αυτοί είναι, τόσα μπορούν. Τους κάλεσαν κάποιοι και πήγαν. Δεν προσήλθαν μόνοι τους. Χρειάζεται μεγάλη γενναιότητα ψυχής να παραδεχθούν μόνοι τους πως δεν κάνουν και να αποχωρήσουν. Και δεν την διαθέτουν.
Όσοι τους κάλεσαν ήξεραν σε τι μπορούν να προσδοκούν και το επέλεξαν συνειδητά. Γι’ αυτό το λόγο εξοβέλισαν του υπόλοιπους, η προσωπικότητα των οποίων δεν μπορούσε να μπει στα καλούπια του κάθε αστείου Παπαχρήστου ή του κάθε ανυπόληπτου Προέδρου Ένωσης, που του είπαν να παραστήσει τον υπεύθυνο μιας εθνικής ομάδας.
Η σκληρή, η αδυσώπητη πραγματικότητα για τις εθνικές ομάδες συνολικά αυτή είναι, είτε αρέσει, είτε όχι. Αφορά αποκλειστικά στους όρους οργάνωσης και λειτουργίας όλου του οργανισμού και δεν περιορίζεται στην χαμηλή ποιότητα των ποδοσφαιριστών και στην ανύπαρκτη προπονητική δυναμική.
Όποιος την αναγνώσει σωστά και την παραδεχτεί παύει να ασχολείται με αυτό το μόρφωμα και δεν χαλάει τη ζαχαρένια του. Οι υπόλοιποι πρέπει να υπολογίσουν και το μεροκάματο…