Χρειάζεται η κυβέρνηση να διαμορφώσει το ορθό πλαίσιο και να καλέσει καθαρούς επενδυτές «να παίξουν μπάλα», υπό τη σκέπη της. Στην προοπτική αυτή, σε ένα τέτοιο σχέδιο καμία FIFA και καμία UEFA δεν έχουν λόγο.
Το ελληνικό ποδόσφαιρο βιώνει τις χειρότερες μέρες της ιστορίας του. Ξύνει τον πάτο του βαρελιού της απαξίας. Οι διοργανώσεις του, είτε είναι αστείες, είτε δεν ολοκληρώνονται για να γίνει το χατίρι του γνωστού κρατικοδίαιτου χαλίφη. Το μέλλον του είναι άδηλο, η έναρξη των διοργανώσεων της περιόδου 2020/2021 αμφισβητείται έντονα, ίσως έχει καταστεί αδύνατη με όσα συμβαίνουν.
Το άθλημα οδηγείται στην καταστροφή και στην ανυποληψία εξαιτίας μιας τοξικής συμμαχίας των «τριών» (ΑΕΚ, ΠΑΟΚ, ΠΑΟ), την οποία στηρίζει φανατικά μια καλοπληρωμένη ομάδα επαγγελματιών κολαούζων (Βόλος, Παναιτωλικός, Ξάνθη, ΟΦΗ) με την εκ περιτροπής συμπαράσταση και της Λαμίας.
Όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση οι πιθανότητες να προκύψει εντός του ελληνικού ποδοσφαίρου μια ανεκτή λύση και να συμφωνηθεί μια κοινή προσπάθεια, για να ξεκινήσει το άθλημα να αναζητά το χαμένο δρόμο του, είναι από ελάχιστες έως μηδενικές. Η τοξικότητα των «τριών» και όσων δίπλα τους παριστάνουν τους «Ηρακλείς του Στέμματος» (με την κατάλληλη κάθε αγωνιστική περίοδο αποζημίωση) έχει ξεπεράσει κάθε ανεκτό όριο, στην ουσία είναι υπόθεση που θυμίζει διαμοιρασμό περιοχών συμφερόντων.
Την ίδια αδυναμία επιδεικνύουν ( για τους δικούς τους λόγους) οι γνωστότατες διεθνείς ποδοσφαιρικές αρχές (FIFA/UEFA), για τις οποίες ο ευτελισμός του ελληνικού ποδοσφαίρου «δεν είναι και προς θάνατο αρκεί η Ε.Π.Ο. να ψηφίζει όπως πρέπει στις εκλογές». Η FIFA και η UEFA απέδειξαν τα τελευταία πέντε χρόνια ότι είναι συστατικά μέρη του προβλήματος και όχι η λύση που έχει ανάγκη το ποδόσφαιρο για να ξεκινήσει να ανιχνεύσει ένα αισιόδοξο μέλλον εντός και εκτός συνόρων..
Η τελευταία τους πρωτοβουλία για την στελέχωση της ΚΕΔ/ΕΠΟ (περίπτωση Μαρκ Κλάτεμνμπεργκ) δείχνει ότι κάτι έχει αρχίσει να κινείται και σε αυτές, διαφορετικό από ότι έως τώρα. Ίσως…
Με παγιωμένες και στοιχημένες σε θέσεις σύγκρουσης τις ποδοσφαιρικές δυνάμεις, τη FIFA και την UEFA να παρατηρούν με ελάχιστο ενδιαφέρον, την Ε.Π.Ο. να έχει καταστεί επίσημα «οίκος ενοχής», τη Λίγκα να καταναλώνεται σε αστείες αντιπαραθέσεις αμφιθεάτρων, όπου εκφωνούν δεκάρικους επί πληρωμή γνωστά φερέφωνα για να δικαιολογήσουν το μηνιάτικο, οι διάφορες αναφορές στην τοξικότητα, ως βασικό πρόβλημα του ελληνικού ποδοσφαίρου, μοιάζουν θεραπεία με ασπιρίνες σε καρκινοπαθή τελευταίου σταδίου.
Καλώς ή κακώς, το ποδόσφαιρο είναι, εκτός από το «δεύτερο σημαντικότερο πράγμα στη ζωή», ένα μεγάλο και εξαιρετικά προσοδοφόρο, όταν είναι σωστά οργανωμένο και λειτουργεί με βάση κανόνες, οικονομικό και κοινωνικό μέγεθος. Από το ποδόσφαιρο και δια του ποδοσφαίρου παράγεται και διανέμεται οικονομικό προϊόν, διαμορφώνονται και εξελίσσονται παραγωγικοί τομείς, προκύπτουν σημαντικές επενδύσεις ειδικά στις υποδομές και στην οικονομία των τηλεοπτικών δικαιωμάτων, διαμορφώνονται κοινωνικές σχέσεις και συνθήκες, κινείται ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή την πραγματικότητα κανείς, που γνωρίζει γραφή και ανάγνωση, δεν την αρνείται.
Αντίθετα, σε όλες τις σοβαρές χώρες καταβάλλονται, είτε από το άθλημα, είτε από την κυβέρνηση, είτε (συνήθως) με τη συνεργασία των δυο, τακτικές προσπάθειες να εκσυγχρονίζεται το πλαίσιο λειτουργίας του ποδοσφαίρου, να διευκολύνεται η οικονομία του και οι επενδύσεις, να εμπεδώνεται η ακεραιότητα και η αξιοπιστία των διοργανώσεων, ως κράχτης στην υπόλοιπη οικονομία και σε επενδυτικές πρωτοβουλίες μεγάλων επενδυτικών σχημάτων του εξωτερικού.
Το πεδίο είναι ανοιχτό για μεγάλες κυβερνητικές παρεμβάσεις στην οικονομία του ποδοσφαιρικού θεάματος. Για να διευκολυνθεί ένα κανονικό μέλλον στο ελληνικό ποδόσφαιρο και να μπορέσει το άθλημα να εγγυηθεί την απαιτούμενη δημόσια εικόνα, που είναι απαραίτητη για να προσελκυστούν επενδύσεις, χρειάζεται η κυβέρνηση να διαμορφώσει το ορθό πλαίσιο και να καλέσει καθαρούς επενδυτές «να παίξουν μπάλα», υπό τη σκέπη της.
Στην προοπτική αυτή, σε ένα τέτοιο σχέδιο καμία FIFA και καμία UEFA δεν έχουν λόγο. Η Ρήτρα Ανεξαρτησίας που επικαλούνται είναι μια θεωρητική αστειότητα όταν προσκρούει στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς και στις αντίστοιχες αποφάσεις για το σπουδαιότερο των αθλημάτων και την οικονομία μεγέθους του. Η κυβέρνηση έχει όλα τα χαρτιά με το μέρος της, είναι απολύτως θεμιτή η κάθε παρέμβαση της, επιβάλλεται η ενασχόληση της και είναι υπόθεση ουσίας η εγγύηση της ελάχιστης αξιοπιστίας του αθλήματος, ως βασική παράμετρος κάθε θεσμικού εκσυγχρονισμού της οικονομίας του.
Μια κυβέρνηση, με μια πολιτική ειδικού σκοπού για το ποδόσφαιρο, ακόμη και το ρίσκο να κοντράρει ευθέως τη FIFA και την UEFA μπορεί να πάρει με την κατάλληλη προετοιμασία και την ενημέρωση των διεθνών ποδοσφαιρικών αρχών για την εφαρμογή ενός σχεδίου έκτακτης ανάγκης, που θα οδηγήσει στην επιβολή, ακόμη και με αποδεκτά διοικητικά μέτρα, της ελάχιστης ισονομίας στη διοίκηση του αθλήματος με στόχο ακέραιες και αξιόπιστες διοργανώσεις.
Στο ερώτημα «ποια είναι αυτή η κυβέρνηση» δεν υπάρχει ακόμη σήμερα επαρκής απάντηση, ίσως επειδή το θέμα δεν έχει τεθεί στη σωστή του βάση και οι κυβερνητικές παρεμβάσεις αναλώνονται απλώς στο θεσμικό πεδίο με τη συμμετοχή κυβερνητικών στελεχών άσχετων με την οικονομία του χώρου.
Το ελληνικό ποδόσφαιρο, όμως, δεν έχει πολυτέλεια χρόνου και δεν διαθέτει αστείρευτες εσωτερικές δυνάμεις για να αντιπαλέψει την άθλια σημερινή εικόνα που το χαρακτηρίζει.
Όσο οι εντελώς απαραίτητες παρεμβάσεις αργούν τόσο πιο κοντά προς την καταστροφή πλησιάζει, την οποία, έτσι ή αλλιώς, η κυβέρνηση θα χρεωθεί. Αν αντέχει αυτή τη χρέωση με γειά της με χαρά της…