Η αρχική αποτυχία των διαπραγματεύσεων στη Μόσχα για την κατάπαυση πυρός στη Λιβύη ήρθαν να θυμίζουν τη βιαιότητα της σύγκρουσης αλλά και το σύνθετο γεωπολιτικό παιχνίδι
Από πολλές πλευρές δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση. Ο λόγος για την προσπάθεια να υπογραφεί μια συμφωνία για την κατάπαυση του πυρός στη Λιβύη, ανάμεσα στην πλευρά της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης με επικεφαλής τον Φαγιέζ αλ Σαράτζ και την πλευρά του στρατηγού Χαφτάρ.
Και δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση γιατί γύρω από αυτό τον εμφύλιο πόλεμο, που κρατά αρκετά χρόνια –και που απέδειξε οδυνηρά ότι η δημοκρατία δεν μπορεί να έρθει μέσω νατοϊκών βομβαρδισμών– έχουν διαταχθεί πλήθος ξένων δυνάμεων και άρα η έκβαση της σύγκρουσης θα επηρεάσει συνολικότερους συσχετισμούς στην περιοχή.
Τα όρια της ρωσοτουρκικής συμπόρευσης
Η Τουρκία έχει διεκδικήσει ιδιαίτερα ενεργή παρέμβαση στη λιβυκή κρίση. Θέλει να αποκτήσει επιρροή σε χώρα της Βόρειας Αφρικής, αυτό αναλογεί στην προσπάθειά της να καταστεί περιφερειακή δύναμη και υπάρχουν ιστορική δεσμοί με τη Λιβύη την ώρα που η πλευρά του Σαράτζ εκπροσωπεί το πολιτικό ρεύμα στο οποίο αναφέρεται και ο Ερντογάν, δηλαδή τη Μουσουλμανική Αδελφότητα.
Η Τουρκία επιδιώκει με αυτό τον τρόπο να αποκτήσει λόγο σε μια χώρα με την οποία εκτός των όλων, όπως φάνηκε και από το σχετικό μνημόνιο, θέλει να συνεργαστεί και στα ζητήματα που αφορούν τη χάραξη ΑΟΖ. Γι’ αυτό και επέλεξε να υπογράψει και μνημόνιο αμυντικής συνεργασίας και να μεθοδεύσει την αποστολή ενόπλων, κατά βάση ένοπλων ισλαμιστών από τη φιλοτουρκικές τάσεις της συριακής αντιπολίτευσης.
Ο πολιτικός υπολογισμός είναι με αυτό τον τρόπο να επηρεάσει τον πολιτικό και στρατιωτικό συσχετισμό και να ωθήσει τα πράγματα προς μια πολιτική λύση που θα περιλαμβάνει και τη διατήρηση της δικής της επιρροής. Ταυτόχρονα, γνωρίζοντας ότι μόνη η δική της βοήθεια και αυτή του Κατάρ δεν αρκούσε για να κερδίσει τον πόλεμο, εύλογο ήταν να πιέζει για κατάπαυση του πυρός και για ειρηνευτική διαδικασία στην οποία να διατηρείται η βαρύτητα της κυβέρνησης Σάρατζ.
Από την άλλη η Ρωσία είχε υποστηρίξει ουσιαστικά την πλευρά Χαφτάρ, παρότι διατηρούσε και επαφές και την άλλη πλευρά. Αυτό αντιστοιχούσε στη ρωσική εκτίμηση ότι γενικά πρέπει να ανακοπούν κυβερνήσεις που ενισχύουν ένοπλα ισλαμιστικά ρεύματα, κατ’ αναλογία προς τη στάση της στη Συρία. Την ίδια στιγμή η Ρωσία διατηρεί ένα επίπεδο συνεργασίας με την Τουρκία, κυρίως σε σχέση με τη συριακή κρίση, όπου έχει δώσει ένα πεδίο δράσης στην Άγκυρα, πιέζοντας ταυτόχρονα την τουρκική πλευρά να τηρήσει τη δέσμευσή της και να επιταχύνει τον αφοπλισμό των ένοπλων οργανώσεων στην Ιντλίμπ.
Ταυτόχρονα, η Ρωσία έχει δηλώσει πολλές φορές ότι στη λιβυκή κρίση δεν διαλέγει στρατόπεδα και κυρίως ενδιαφέρεται για την ειρηνευτική διαδικασία. Αυτό αναλογεί και σε έναν ευρύτερο ρόλο που επιδιώκει να κατοχυρώσει, αυτόν δηλαδή της δύναμης που μπορεί να εγγυηθεί πολιτικές διαδικασίες εκεί όπου οι ΗΠΑ και η Ευρώπη είτε απουσιάζουν είτε αποτυγχάνουν.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ρωσία επέλεξε να προωθήσει από κοινού την πρόταση με την Τουρκία, ακόμη και εάν ο δικός της σχεδιασμός δεν ταυτίζεται πλήρως με τον Τουρκικό.
Οι διαφορετικοί συνασπισμοί γύρω από τη λιβυκή σύγκρουση
Όμως, γύρω από τον εμφύλιο πόλεμο στη Λιβύη έχουν διαταχθεί ένα σύνολο δυνάμεων. Αυτό έχει να κάνει και με τις πολιτικές διαστάσεις της σύγκρουσης αλλά και με τις οικονομικές καθώς η Λιβύη παραμένει μια χώρα με σημαντικά και εκμεταλλεύσιμα ενεργειακά αποθέματα, διαθέτοντας τα μεγαλύτερα κοιτάσματα πετρελαίου στην Αφρική και μάλιστα καλής ποιότητας.
Οι δυνάμεις που στηρίζουν τον Χαφτάρ περιλαμβάνουν πρώτα και κύρια ένα σύνολο δυνάμεων που διαχρονικά αντιστρατεύονται την επιρροή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, δηλαδή τη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα αλλά και την Αίγυπτο, η οποία έχει και το ζήτημα της άμεσης γειτνίασης με τη Λιβύη. Και οι τρεις αυτές χώρες θα ήθελαν να δουν μια ήττα της πλευράς Σάρατζ.
Την ίδια στιγμή μπορεί τυπικά η «διεθνής κοινότητα» να αναγνωρίζει την κυβέρνηση της Τρίπολης, αλλά αυτό δεν αναιρεί ότι υπάρχουν και ιδιαίτερες στάσεις. Για παράδειγμα, η Γαλλία έχει σαφώς τοποθέτηση αρνητική, σε αντίθεση με την Ιταλία που εκτός όλων των άλλων είχε στηρίξει τόσο την πολιτική της για την ανάσχεση των μεσογειακών ροών προσφύγων και μεταναστών στη σχέση με τις λιβυκές αρχές.
Αντίστοιχα, οι ΗΠΑ παρότι τυπικά αναγνωρίζουν την κυβέρνηση της Τρίπολης έχουν διαύλους επικοινωνίας με τον Χαφτάρ, ο οποίος δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το διάστημα που είχε φύγει από τη Λιβύη το πέρασε στις ΗΠΑ, έχει και αμερικανική υπηκοότητα και φέρεται να είχε συνεργασία με τη CIA.
Μάλιστα φαίνεται ότι ο Χαφτάρ έχει επενδύσει στις καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Μάλιστα ο «Λιβυκός Εθνικός Στρατός» έχει προσλάβει, έναντι 2 εκατομμυρίων δολαρίων, ειδική εταιρεία λόμπινγκ για να απευθυνθεί σε αμερικανούς πολιτικούς, κρατικούς αξιωματούχους και δημοσιογράφους. Μάλιστα στοιχεία που κατέθεσε, όπως προβλέπεται από την αμερικανική νομοθεσία η σχετική εταιρεία, δείχνουν έναν αριθμό συναντήσεων με αμερικανούς αξιωματούχους.
Ποιοι δεν ήθελαν να πετύχει η διαπραγμάτευση στη Μόσχα
Είναι προφανές ότι δεν ήταν όλες οι πλευρές έτοιμες να δεχτούν έναν συμβιβασμό. Άλλωστε, η ίδια η ιστορία του λιβυκού εμφυλίου πολέμου έχει δείξει πόσο δύσκολο είναι κάτι τέτοιο. Η σύγκρουση είναι βαθιά και η αντιπαλότητα μεγάλη. Επιπλέον, ειδικά η πλευρά Χάφταρ θέλει να πετύχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερα στρατιωτικά πλήγματα στην κυβέρνηση Σάρατζ, για να μπορέσει μετά να διαπραγματευτεί από θέση ισχύος. Το ίδιο ισχύει και για όσες χώρες τη στηρίζουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Την ίδια ώρα συνεχίζεται και η προσπάθεια στήριξης της κυβέρνησης της Τρίπολης, κυρίως μέσω των ενόπλων από τη Συρία που με τουρκική μεσολάβηση φτάνουν στη Λιβύη.
Αντίστοιχα και η πλευρά που μεθόδευσε τη συνάντηση της Μόσχας δεν ήταν πλήρως σε θέση να διαμορφώσει σχετικούς όρους. Το γεγονός ότι Ρωσία επεδίωξε μια συνεννόηση με την Τουρκία, σε μια σύρραξη όπου η τελευταία ήταν και μέρος του προβλήματος, μπορεί να διαμόρφωνε όρους ώστε να βρεθεί κοινός τόπος, δεδομένης της έστω και έμμεσης στήριξης στον Χαφτάρ από τη Ρωσία, όμως την ίδια στιγμή δεν επέτρεπε και την πλήρη άσκηση πίεσης και προς τις δύο πλευρές ώστε να υποχωρήσουν αμοιβαία σε εκείνη την κλίμακα που θα επέτρεπε τη συμφωνία, ιδίως από τη στιγμή που η Τουρκία ήθελε την κατάπαυση του πυρός και ως απόδειξη της δικής της παρουσίας.
Την ίδια στιγμή θα μπορούσε κανείς εύλογα να υποθέσει ότι ήταν και αρκετοί εκείνοι που δεν ήθελαν να καταγραφεί ότι η καταλυτική παρέμβαση ήταν αυτή της Ρωσίας, ούτε να δουν ιδιαίτερα αναβαθμισμένη την Τουρκία. Αυτό αφορά και δυνάμεις που στηρίζουν την πλευρά του Χαφτάρ αλλά και τις Ηνωμένες Πολιτείες, που μπορεί να έχουν εγκαταλείψει τη Λιβύη εδώ και καιρό, όμως γενικά δεν βλέπουν με καλό μάτι το να κατοχυρώνεται η Ρωσία ως η δύναμη που εγγυάται την επίλυση κρίσεων. Δεδομένης της συνθετότητας των συμμαχιών γύρω από τη σύγκρουση αυτή, είναι πιθανό μια έστω και προσωρινή υπονόμευση της συμφωνίας να αντανακλά και τέτοιους πολιτικούς υπολογισμούς.
Τα ανοιχτά επόμενα βήματα
Όλα αυτά διαμορφώνουν ένα νέο τοπίο και μεταφέρουν το ενδιαφέρον στη Διάσκεψη για την ειρήνη στη Λιβύη που θα λάβει χώρα στο Βερολίνο στις 19 Ιανουαρίου, με τη Γερμανία να ελπίζει ότι αυτή τη φορά θα μπορέσει να υπάρξει χάρη στη συντονισμένη ευρωπαϊκή παρέμβαση.
Πάντως ανεξαρτήτως των διαφόρων δηλώσεων που κατά καιρούς κάνει η πλευρά του στρατηγού Χαφτάρ, είναι γεγονός ότι η πλήρης κατάληψη της Τρίπολης θα σημαίνει μια πολύ μεγάλη πολεμική σύγκρουση, με πλήθος θύματα, κάτι το οποίο, σε αυτή τη φάση, καμία από τις μείζονες διεθνείς δυνάμεις που συμμετέχουν δεν δείχνει επιδιώκει.
Σε αυτό το φόντο, η ανακοίνωση από το ρωσικό υπουργείο Άμυνας ότι ο Χαφτάρ δεν υπέγραψε τη συμφωνία ζητώντας διορία δύο ημερών για να συζητήσει με τους αρχηγούς των φυλών που τον υποστηρίζουν τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός αποτυπώνει ακριβώς και τις πιέσεις που υπάρχουν για να υπάρξει κάποιου τύπου προχώρημα των διαπραγματεύσεων.