Η Μπάρα ήταν η γειτονιά του πληρωμένου έρωτα, η έσχατη απόληξη και μίζερη διαβίωση των αγοραίων γυναικών της πόλης
Η περίφημη παλιά συνοικία με πορνεία στη Θεσσαλονίκη, αντίστοιχη με τη διαβόητη Τρούμπα του Πειραιά, ήταν η Μπάρα που απλωνόταν δυτικά της πλατείας Βαρδαρίου ως το νέο σιδηροδρομικό σταθμό, ανάμεσα στην οδό Μοναστηρίου και την Ξηροκρήνη.
Άκμασε στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα και σήμερα είναι πια ένας χαμένος τόπος κι ένα ξεχασμένο τοπωνύμιο της πόλης.
Η Μπάρα ήταν η γειτονιά του πληρωμένου έρωτα, η έσχατη απόληξη και μίζερη διαβίωση των αγοραίων γυναικών της πόλης. Στις άθλιες ισόγειες καμαρούλες και παράγκες, που χρησίμευαν ως επαγγελματική στέγη και κατοικία μαζί, διαβίωσαν άσχημες και ηλικιωμένες γυναίκες δεύτερης κατηγορίας, σε μια περιοχή όπου ο έρωτας αμειβόταν σε εξευτελιστικές τιμές και η συναλλαγή στα σκοτεινά στενοσόκακα με τους νταήδες και τους προστάτες των κοριτσιών, όπως ο διαβόητος Αλκής Πετσάς, γινόταν επικίνδυνη.
Τη μεγάλη της φήμη η Μπάρα απόκτησε από το συμμαχικό στρατό του Μακεδονικού μετώπου, στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, όταν πολύχρωμοι φαντάροι, αδιάφοροι για την ποιότητα της σάρκας και του έρωτα, ξεχνούσαν στα λίγα εικοσιτετράωρα της άδειάς τους το άγχος των κανονιοβολισμών και τα λασπωμένα χαρακώματα.
Άγγλοι, Γάλλοι, Νεοζηλλανδοί, Μαροκινοί και Σενεγαλέζοι, όλος ο ετερόκλητος στρατός της στρατιάς της Ανατολής, πέρασε από την Μπάρα. Κάποιοι ευαίσθητοι στρατιώτες, καλλιτέχνες και διανοούμενοι, διέσωσαν στα πέρατα της γης με τις φωτογραφίες και τις αναμνήσεις τους τη γραφική ερωτική μιζέρια της.
Ημίγυμνες πόρνες και ευκαιριακές του επαγγέλματος, ποζάρουν με γραφικές ενδυμασίες μπροστά στα σπίτια τους, περιστοιχισμένες από λιγωμένους φαντάρους. Ρουμάνες, Πολωνέζες, Ιταλίδες από τη Νάπολη και τη Ρώμη, ντόπιες και μετεγκαταστημένες πόρνες από άλλες ελληνικές πόλεις, γυφτοπούλες και χωριάτισσες από το μακεδονικό κάμπο, που ανταποκρίθηκαν στην ερωτική ζήτηση και το εύκολο κέρδος, έδωσαν παροδική ακμή στην εκτός των τειχών «μπουρδελοπολιτεία» της Θεσσαλονίκης.
Αλγεινή εικόνα
Νέα ακμή η Μπάρα δοκίμασε στην περίοδο του Εμφυλίου, όταν αγρότες, ανταρτόπληκτοι και φαντάροι σύχναζαν στους φτωχικούς οίκους ανοχής. Μνήμες του Εμφυλίου από την Μπάρα αναβιώνουν στο βιβλίο «Μπουρδέλο» του Ηλία Πετρόπουλου, ενώ εικόνες της τελευταίας αναλαμπής της αντανακλούν οι άγνωστες φωτογραφίες του Λουκά Βενετούλια και οι ζωγραφιές του Παύλου Μοσχίδη.
Οι σκορπισμένοι πίνακες του Μοσχίδη, που τους εξέθεσε στο Εμποροβιομηχανικό Επιμελητήριο το 1950 με τον τίτλο «Μπάρα», προκάλεσαν τότε τον καθωσπρεπισμό των φιλότεχνων και επισκεπτών της Θεσσαλονίκης.
Τα σπίτια της συνοικίας, ανάμεσα σε σιδεράδικα, χάνια, μάντρες οικοδομικών υλικών, βιοτεχνίες και καπναποθήκες, στις οδούς Αφροδίτης, Προμηθέως και Ταντάλου, ήταν σχεδόν μονώροφα. Κάθε γυναίκα είχε μια καμαρούλα ή ένα σπιτάκι με κύριο χώρο το δωμάτιο με το παλιό κρεβάτι, και με βοηθητική κουζίνα ή δεύτερο δωματιάκι στον πάνω όροφο. Κύριο θερμαντικό των γυναικών στις κρύες νύχτες του Βαρδάρη ήταν το μαγκάλι με κάρβουνα.
«Η πόρνη της Μπάρας δεν είχε ηλικία, δεν είχε σουλούπι, δεν είχε σχέσεις με τα κακά συνήθεια της καθαριότητας», γράφει ο Ηλίας Πετρόπουλος. Στα ατομικά μπορντέλα της Μπάρας έχω ιδεί κοριτσάκια της μειρακικής ηλικίας και μπογιατισμένες κακάγκες εξήντα χρόνων. Επίσης, είδα εκεί λυμφατικές υπάρξεις καθώς και άλλες που εζύγιζαν το λιγότερο ενενήντα κιλά. Η εντύπωση που αποκόμιζε ο θεατής αυτών των γυναικών ήταν εξαιρετικώς ισχυρή, αφού όλες τους έστεκαν στην πόρτα».
Η γυναίκα της Μπάρας παρέμενε επί ώρες ημίγυμνη μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της το καλοκαίρι ή πίσω από το κλειστό παράθυρο το χειμώνα για την προσέλκυση των πελατών, μια και οι περισσότεροι επισκέπτες της συνοικίας ήταν περίεργοι και νέοι που απογοητεύονταν από τη θέα των γερασμένων σωμάτων τους.
«Κανένα άλλο είδος εξευτελιστικού επαγγέλματος δεν ήταν τόσο κοντά στην απώλεια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας όσο η δουλειά των γυναικών της Μπάρας. Τις έβλεπες να έχουν την αγωνία της επιβίωσης χαραγμένη στα μαραμένα και παστωμένα με μπογιές και πατσουλιά πρόσωπά τους», συνοψίζει τις μνήμες από τη συνοικία ο Λεωνίδας Ζησιάδης.
Η ερωτική συνοικία έσβησε μεταπολεμικά και η περιοχή της Μπάρας αποκαθάρθηκε με την ανέγερση των μεγάλων ξενοδοχείων «Κάπιτολ» και «Καψής», στη δεκαετία του ’60, και τις νεόδμητες πολυκατοικίες της περιοχής. To υπουργείο Δημόσιας Τάξης, η Εκκλησία, αλλά και άλλοι φορείς και ευυπόληπτοι πολίτες, ζήτησαν και επεδίωξαν να κλείσει η Μπάρα, «η ντροπή της Θεσσαλονίκης», όπως έγραφαν σε σχετικά υπομνήματα.
Το 1951, τα περισσότερα σπίτια μέσα στην Μπάρα έκλεισαν οριστικά και ορισμένα από αυτά μετακόμισαν στις γύρω περιοχές, από τον σιδηροδρομικό σταθμό ως το λιμάνι και την πλατεία Βαρδαρίου.
Οι συγγραφείς για την Μπάρα
Πότε ακριβώς δημιουργήθηκε η μπουρδελοπολιτεία της Μπάρας δεν είναι μαρτυρημένο από τις αρχειακές και βιβλιογραφικές πηγές. Πρέπει όμως ως πυρήνας κακόφημων καπηλειών με πόρνες να υπήρχε από τα βυζαντινά ακόμη χρόνια. «’Εξω από τη λεγόμενη Χρυσή Πύλη του Βαρδαρίου, υπήρχε μια Αμπάρα με λιμνάζοντα νερά, εστία νοσογόνων μολύνσεων για το άστυ», γράφει ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης.
Κι απ’ αυτήν την αμπάρα πήρε το όνομά της η γνωστή κακόφημη συνοικία, που διατήρησε τον ιδιόμορφο χαρακτήρα της μέχρις εσχάτων, που μέγα μέρος της κατεδαφίστηκε για την ανέγερση του νέου σιδηροδρομικού σταθμού».
Οι ιστορικές και βιβλιογραφικές μαρτυρίες για τη Μπάρα είναι λιγοστές, πέρ’ απ’ όσα παραδίνουν ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο Λεωνίδας Ζησιάδης και ο Γιώργος Ιωάννου. Αλλά ο μύθος της έχει διασπαρεί σε όλα τα λιμάνια του κόσμου και επιβιώνει στο μύθο ως μοναδικό ερωτικό γκέτο της πόλης. «Η Μπάρα υπήρξε η μεγίστη πορνοσύναξη της νεότερης Ελλάδας και το μοντέλο της εθιμοταξίας της Μπάρας δέον να αναζητηθεί στη Κωνσταντινούπολη», σημειώνει ο Ηλίας Πετρόπουλος.
«Ο κοσμογυρισμένος Καζαντζάκης συγκρίνει κάπου την Μπάρα μας με τη Γιοσιβάρα της Ιαπωνίας. Μολονότι νομίζω ότι τα παραλέει, δεν έχω καμιά διάθεση να αποκρούσω έναν έπαινο που δόθηκε τόσο πανηγυρικά στην πολιτεία μας. Τα μέρη αυτά σήμερα είναι τόποι αρχαιολογικής γαλήνης, κοιμητήρια σωστά», λέει για την Μπάρα ο Γιώργος Ιωάννου.
Από τις δεκαετίες του 1960-70, η περιοχή της Μπάρας άλλαξε άρδην όψη, επεκτάθηκε το πάρκινγκ του νέου σιδηροδρομικού σταθμού, διαπλατύνθηκε η οδός Μοναστηρίου, οι νέες πολυκατοικίες κατοικήθηκαν από οικογένειες και τα νέα σύγχρονα ξενοδοχεία άλλαξαν την ανθρωπογεωγραφία της περιοχής. Με την οργανωμένη διάλυση της συνοικίας με τα πορνεία, χάθηκε και το διαβόητο τοπωνύμιο της Μπάρας από τη συλλογική μνήμη της πόλης και την τοπογραφία της περιοχής.