Το χτεσινό non-paper του ίδιου του Μεγάρου Μαξίμου με τις αναφορές περί «ναρκεμπόρων» δείχνει ότι η κυβέρνηση αποφάσισε να ξεπεράσει κάθε όριο στη συνειδητή προσπάθεια παρέμβασης στη δικαιοσύνη με στόχο την ποινική ομηρία όποιου δεν συμπαθεί.
Όταν η «πρώτη-φορα-Αριστερά» ανέβηκε στην εξουσία διεκδίκησε να είναι διαφορετική από τους προηγούμενους ως προς δύο κρίσιμα σημεία. Το ένα ήταν αυτό που ορίστηκε ως το «ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς» και το δεύτερο ότι δεν θα έκανε παιχνίδια με τους θεσμούς και τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου.
Όμως, η εξουσία αποδεικνύεται πολύ πιο δύσκολη δοκιμασία και συχνά διαψεύδει «αγαθές προθέσεις» και διακηρύξεις. Το «ηθικό πλεονέκτημα» εξαντλήθηκε σε μια σειρά τελετουργικών διαπομπεύσεων γύρω από σκάνδαλα που μπορεί να είναι υπαρκτά (π.χ. Novartis), αλλά η διαχείρισή τους δεν αποσκοπεί στην διαλεύκανση και στην επιβολή μέτρων διαφάνειας και χρηστής διαχείρισης, αλλά απλώς στη στοχοποίηση του «παλαιού καθεστώτος».
Ακόμη χειρότερα, όλα δείχνουν ότι έρχεται η ώρα που θα αρχίσουν να αποκαλύπτονται «σκελετοί στη ντουλάπα» και για την τωρινή κυβέρνηση. Μικρή σημασία θα έχει εάν δεν είναι της ίδιας κλίμακας με τις προηγούμενες ή με το εάν θα εμπλέκονται κεντρικά ή περιφερειακά πολιτικά πρόσωπα. Το βασικό είναι ότι θα αποδεικνύεται σταδιακά ότι η «κυβερνώσα αριστερά» δεν είχε τελικά μεγαλύτερη ανοσία στη διαφθορά από τους παραδοσιακούς συστημικούς πολιτικούς χώρους.
Άλλωστε, υποθέσεις με οσμή έστω σκανδάλου έχουν ήδη έρθει στη δημοσιότητα. Η υπόθεση με την πώληση όπλων στην Σαουδική Αραβία και το ρόλο του εμπόρου όπλων Βασίλη Παπαδόπουλου, ανθρώπου που στο παρελθόν είχε καταδικαστεί για λαθρεμπόριο, δεν μπορεί να προσπεραστεί εύκολα, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι ήταν ο ίδιος ο υπουργός Εθνικής Άμυνας που είχε υπεραμυνθεί της συμφωνίας ως συμφέρουσας.
Αλλά ακόμη και η υπόθεση που αφορά το σύμβουλο του Ευκλείδη Τσακαλώτου Α. Πουλιάση πρέπει να διερευνηθεί, σε τελική ανάλυση ώστε εάν δεν υπάρχει ζήτημα να φύγει και η παραμικρή σκιά. Αντ’ αυτού οι κυβέρνηση επέλεξε την τακτική της επίθεσης σε όσους έθεσαν απλώς το ερώτημα εάν έχουν βάση οι σχετικές καταγγελίες.
Η διαρκής προσπάθεια χειραγώγησης της δικαιοσύνης
Ως προς την προστασία των θεσμών και του κράτους δικαίου, ολοένα και περισσότερο αποδεικνύεται ότι και αυτή η κυβέρνηση ανακαλύπτει (και συχνά υποκύπτει…) τον πειρασμό των παρεμβάσεων και της χειραγώγησης. Την ίδια ώρα που διακηρυκτικά υπερασπίζεται τα δικαιώματα, στο βαθμό που π.χ. καταγγέλλει τους δικαστές για το χειρισμό στην υπόθεση της Ηριάννας (χωρίς βέβαια να τολμά να κάνει εκείνες τις αλλαγές στην αντιτρομοκρατική νομοθεσία που θα αναιρούσαν τη δυνατότητα για τέτοιες παραπομπές), σε άλλες υποθέσεις δεν έχει κανένα πρόβλημα για λόγους πολιτικής ιδιοτέλειας και να παρεμβαίνει στη δικαιοσύνη και να υπονομεύει εγγυήσεις κράτους δικαίου.
Το είδαμε ήδη αυτό σε σχέση με την δικογραφία που χειρίστηκε η Εισαγγελέας κ. Τζίβα για την υπόθεση Noor-1. Την ώρα που ήταν (και είναι) σε εξέλιξη η κύρια ανάκριση, που αφορά τα κρίσιμα ερωτήματα αυτής της υπόθεσης (τους χρηματοδότες του φορτίου) άνοιξε, με πολιτική πρωτοβουλία συγκεκριμένων κέντρων μέσα στην κυβέρνηση (όπως φάνηκε από το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που επέδειξαν τόσο ο Πάνος Καμμένος όσο και ο Σταύρος Κοντονής), «παράλληλη» δικογραφία με μοναδικό σκοπό να αποκτήσει μορφή ποινικής δίωξης σε βάρος του Βαγγέλη Μαρινάκη ένα προκατασκευασμένο αφήγημα, χωρίς στοιχεία, λογική και συνοχή, με μόνο κίνητρο την εξυπηρέτηση πολιτικών και επιχειρηματικών σκοπιμοτήτων όπως παραδέχτηκε ο ίδιος ο αξιωματικός του Λιμενικού σώματος που προσπάθησε να πείσει έναν φυλακισμένο ισοβίτη να δώσει τη «σωστή» κατάθεση σε βάρος του Μαρινάκη.
Το είδαμε σε σχέση με την επικοινωνιακή ομοβροντία από συγκεκριμένα ΜΜΕ οποτεδήποτε έβγαινε μια απόφαση της δικαιοσύνης που δεν εξυπηρετούσε το προκατασκευασμένο αφήγημα, με μοναδικό σκοπό να ασκήσει πίεση στους δικαστικούς να μην παρεκκλίνουν από τις όλο και πιο σαφείς κυβερνητικές υποδείξεις. Το είδαμε σε σχέση με την υπόθεση της «εγκληματικής οργάνωσης για τα στημένα στο ποδόσφαιρο», το κατηγορητήριο της οποία κατέρρευσε στον Άρειο Πάγο, το είδαμε και με τις πρωτοφανείς επιθέσεις στους δικαστικούς που αποφάσισαν ότι δεν υπήρχε λόγος να επιβληθεί απαγόρευση εξόδου από τη χώρα στον Βαγγέλη Μαρινάκη και αμφισβήτησαν τις «αποχρώσες ενδείξεις» ενοχής που διαπίστωνε η κ. Τζίβα.
Όταν ο πρωθυπουργός καταδικάζει πριν τα δικαστήρια
Τώρα βλέπουμε την τακτική αυτή να κλιμακώνεται με το τελευταίο non-paper που εξέδωσε το Μέγαρο Μαξίμου. Δηλαδή, το γραφείο Τύπου που μιλάει, ας μην το ξεχνάμε αυτό, εξ ονόματος του πρωθυπουργού της χώρας. Μπορεί να μην υπογράφονται «Αλέξης Τσίπρας» τέτοια δελτία τύπου, αλλά στην πραγματικότητα αυτό ακριβώς σημαίνουν.
Έρχεται τώρα λοιπόν ο πρωθυπουργός της χώρας, όχι ένα δευτεροκλασάτο πολιτικό στέλεχος, ή μια φίλια προσκείμενη εφημερίδα, και αναφέρεται σε κάποιον ως «ναρκέμπορα» του οποίου ο «φυσικός χώρος» είναι τα δικαστήρια. Δηλαδή, είναι ως εάν ο πρωθυπουργός της χώρας, που πέραν όλων των άλλων υποτίθεται ότι εγγυάται και αυτός τη λειτουργία των θεσμών, να γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων του βασικές αρχές του κράτους δικαίου όπως το τεκμήριο αθωότητας και ο σεβασμός στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Στην πραγματικότητα, για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, έρχεται έναν non-paper εξ ονόματος του πρωθυπουργού το οποίο καταδικάζει προκαταβολικά κάποιον που διακηρύσσει την αθωότητά του.
Και αυτό ας μην το δείτε ως ένα αφηρημένο ζήτημα αξιών. Στην πραγματικότητα είναι απλό και πρακτικό. Αναλογιστείτε τη θέση ενός δικαστικού, από αυτούς που χειρίζονται αυτή την υπόθεση στα διάφορα στάδιά της, ο οποίος ακούει ότι ο πρωθυπουργός της χώρας έχει στην πραγματικότητα βγάλει ήδη την ετυμηγορία του και εκτιμά ότι κάποιος είναι «ναρκέμπορας». Πιστεύετε ότι αυτό δεν θα επηρεάσει την κρίση του; Πιστεύετε ότι δεν θα κάνει πιο δύσκολο το ενδεχόμενο να κινηθεί σε απαλλακτική κατεύθυνση, ακόμη και εάν τα στοιχεία κατατείνουν προς τα εκεί; Πιστεύετε ότι δεν θα σταθμίσει σοβαρά το εάν πρέπει ή δεν πρέπει να έρθει σε σύγκρουση με την ρητά εκπεφρασμένη βούληση της πολιτικής εξουσίας;
Ουσιαστικά, με αυτή την κίνηση η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός ανεβάζουν σε ένα ανώτερο επίπεδο την ίδια την έννοια της «πολιτικής παρέμβασης στη δικαιοσύνη». Αμφισβητούν ευθέως την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και διεκδικούν τον πρώτο λόγο στην απονομή δικαιοσύνης να τον έχει η κυβέρνηση, υπονομεύοντας τα θεμέλια του κράτους δικαίου και ανοίγοντας δρόμους που εάν γενικευτούν θα διαμορφώσουν ιδιαίτερα επικίνδυνες καταστάσεις. Αναρωτιέται κανείς πραγματικά πώς θα έβλεπαν αυτές τις μεθοδεύσεις θεσμοί όπως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), με τη γνωστή ευαισθησία που έχει δείξει ως προς την τήρηση των δικονομικών εγγυήσεων.
Και εδώ καλό είναι να γνωρίζουν στην κυβέρνηση ότι το ΕΔΔΑ έχει στο παρελθόν καταδικάσει σε αποζημίωση υπουργούς ελληνικής κυβέρνησης επειδή δεν σεβάστηκαν το τεκμήριο αθωότητας! Η υπόθεση αφορά τον Πέτρο Δούκα και τον Σωτήρη Χατζηγάκη, υφυπουργό Οικονομικών και υπουργό Δικαιοσύνης αντίστοιχα το 2007, που είχαν μιλήσει στη Βουλή για τις πρωτόδικες καταδίκες σε σχέση με το σκανδαλο κακοδιαχείρισης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ένας εκ των καταδικασθέντων πρωτόδικα, που όμως είχε κάνει έφεση και άρα η απόφαση δεν είχε τελεσιδικήσει προσέφυγε στο ΕΔΔΑ. Το δικαστήριο τον δικαίωσε λέγοντας ότι δεν μπορούν οι υπουργοί να παραβιάζουν το τεκμήριο αθωότητας ενώ το να μιλάει για τέτοια θέματα ο υπουργός Δικαιοσύνης, λόγω της θεσμικής του θέση, θα μπορούσε να εκληφθεί και ως παρότρυνση στους δευτεροβάθμιους δικαστές, να επικυρώσουν με απόφασή τους, την πρωτόδικη!
Όπως υπονόμευση κάθε έννοιας κράτους δικαίου είναι να έχει τη δυνατότητα ένα πολιτικό κέντρο, με τη στήριξη επιχειρηματιών και με ικανότητα χειραγώγησης τμημάτων του δικαστικού και διωκτικού μηχανισμού, να μπορεί για χρόνια να καλλιεργεί μια συγκεκριμένη πλαστή εικόνα, να εκμεταλλεύεται τη δυνατότητα να ξεκινούν δικαστικές έρευνες ή διώξεις και να επενδύει ουσιαστικά στην παρατεταμένη δικαστική ομηρία, γνωρίζοντας κυνικά ότι στο τέλος η «υπόθεση» θα καταρρεύσει, οι «κατηγορούμενοι» θα δικαιωθούν πανηγυρικά, αλλά η διαπόμπευση και το πλήγμα τον εκάστοτε «αντίπαλου» θα έχει γίνει. Κοντολογίς, δεν μπορεί παρά να μας ανησυχεί ο τρόπος που διεκδικεί αυτή η κυβέρνηση να αξιοποιεί τη δικαιοσύνη και τους θεσμούς όχι για το δημόσιο συμφέρον αλλά για «δολοφονία χαρακτήρων» με πολιτική σκοπιμότητα.
Τα πολλά πρόσωπα του κυνισμού και της υποκρισίας
Και βέβαια ο κυνισμός αυτός αποδεικνύεται από διάφορες πλευρές. Η ίδια αυτή κυβέρνηση, της οποίας ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος βγαίνει και «τουιτάρει» ότι δέχτηκε τηλεφώνημα όπου ο Μαρινάκης ρωτούσε ποιος έγραψε το non paper, κάτι που ο Τζανακόπουλος χαρακτήρισε «σχεδόν απειλητικό», γνωρίζει ότι πολύ πρόσφατα ελέγχθηκαν εξονυχιστικά οι πόροι και οι δραστηριότητες του Μαρινάκη, μια που αυτό ήταν απαραίτητο για να πάρει τηλεοπτική άδεια.
Η ίδια αυτή κυβέρνηση, της οποίας ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας και πολιτικά υπεύθυνος για τα προβλήματα στα νοσοκομεία μιλάει για «Εσκομπάρ», ήταν μια κυβέρνηση που συνομίλησε με τον Μαρινάκη κατ’ επανάληψη, όπως θα έπρεπε να κάνει μια κυβέρνηση που θέλει να έχει σχέση με τον επιχειρηματικό κόσμο.
Η ίδια αυτή κυβέρνηση και οι ίδιοι υπουργοί, ή τα ίδια στελέχη του Μαξίμου, είναι αυτή που π.χ. δεν έχει κανένα πρόβλημα να διευκολύνει την άφιξη χρηματοδότησης 3 εκατομμύριων ευρώ «από funds» στο Kontra Channel για να αναβαθμιστεί σε φιλοκυβερνητική κατεύθυνση το δελτίο ειδήσεών του.
Η ίδια αυτή κυβέρνηση – και πιθανώς και ο ίδιος ο συντάκτης του διαβόητου non paper – ήταν αυτή που άκουσε με συγκατάβαση τις φωνές του Ιβάν Σαββίδη όταν υποστήριζε ότι έχει δώσει 150 εκατομμύρια και δικαιούται ένα πρωτάθλημα.
Η ίδια αυτή κυβέρνηση δεν είχε κανένα ηθικό θέμα όταν ο υπουργός Επικρατείας Αλέκος Φλαμπουράρης πίεζε εκβιαστικά ώστε να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα του Ομίλου Λάτση σε σχέση με το πρότζεκτ του Ελληνικού, ακόμη και κόντρα στις ίδιες τις θέσεις των μελών και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Η ίδια κυβέρνηση ήταν που παραλίγο να κάνει καναλάρχη τον… Καλογρίτσα.
Η ίδια αυτή κυβέρνηση έχει μετατρέψει το ΑΠΕ σε γραφείο Τύπου. Το πρακτορείο ειδήσεων διαρκώς δημοσιεύει non paper με πηγή κυβερνητικούς παράγοντες. Το ΑΠΕ. Όχι η Εφημερίδα των Συντακτών και η Αυγή. Όχι η εφημερίδα Documento που πρέπει να ξεπληρώσει τη χρηματοδότηση. Το ΑΠΕ, που έχει καταντήσει όργανο του Καρτερού, για να δημοσιεύει τις ανακρίβειες του με σκοπό να ελέγχει την κοινή γνώμη. Του Καρτερού που συντάσσει τα non paper και τρίζουν τα κόκκαλα του Φλωράκη. Του Καρτερού που διοικούσε την εφημερίδα Ριζοσπάστης και μάθαινε στον κόσμο το κακό που κάνουν οι καπιταλιστές. Του Καρτερού που βρίσκει χρήματα σε fund για να στήνει κανάλια.
Κοντολογίς, έχει και η υποκρισία τα όριά της. Η κυβέρνηση αυτή έμαθε πολύ γρήγορα τα «κόλπα» της άσκησης εξουσίας με τρόπο ανάλογο με τον προηγούμενων. Και μάλιστα με έναν τρόπο, σε ορισμένες πλευρές πιο ασύδοτο, θεωρώντας ότι το «ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς» επιτρέπει ακόμη μεγαλύτερη χειραγώγηση των θεσμών και παραβίαση κανόνων του κράτους δικαίου, με τη λογική «εφόσον είμαστε αριστεροί και άρα όχι σαν τους προηγούμενους μπορούμε να κάνουμε όχι απλώς τα ίδια αλλά και χειρότερα».
Και αυτό είναι επικίνδυνο. Για όλους μας.