Η επιλογή του γνωστού συνταξιούχου τηλε-εισαγγελέα Μάκη Τριανταφυλλόπουλου να «αποκαλύψει» το –κατά τη γνώμη του– όνομα ενός εκ των προστατευόμενων μαρτύρων μπορεί να θεωρηθεί πράξη άθλια, επικίνδυνη και έξω και πέρα από κάθε έννοια δεοντολογίας.
Αντί να ασχοληθεί με την ουσία της υπόθεσης, να προσπαθήσει να κάνει ρεπορτάζ, να βρει στοιχεία, να δει εάν στέκουν ή όχι τα όσα αναφέρονται στις καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων που περιλαμβάνονται στη δικογραφία για την υπόθεση Novartis, ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος αποφάσισε να «αποκαλύψει» το όνομα ενός εκ των προστατευόμενων μαρτύρων. Για την ακρίβεια, να παρουσιάσει την εικασία του για το ποιος είναι ένας εξ αυτών, να αναρτήσει φωτογραφία του και να δώσει όσο το δυνατόν περισσότερο στοιχείο.
Ο ίδιος πανηγυρίζει και παρουσιάζει ως μεγάλη επιτυχία ότι έσπευσαν άλλα ΜΜΕ να αναπαράγουν τους ισχυρισμούς του, ενώ για να «καλύψει» κάπως τη θέση του σπεύδει να πει ότι δεν φταίει αυτός αλλά ο τρόπος που έφτιαξε τα σχετικά έγγραφα το FBI.
Είναι προφανές ότι όλα αυτά είναι απλές «προφάσεις εν αμαρτίαις». Ο άνθρωπος που έχει ρεκόρ καταδικών από τα δικαστήρια για απόπειρες σπίλωσης και συκοφάντησης προφανώς και έκανε ό,τι έκανε γιατί το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να φανεί ότι «κάνει αποκαλύψεις» και ταυτόχρονα να εξυπηρετήσει όλους εκείνους που φωνάζουν για τους προστατευόμενους μάρτυρες.
Γιατί δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας ότι από την αρχή που έσκασε η υπόθεση οι διάφοροι εμπλεκόμενοι υπουργοί και πρωθυπουργοί αντί να προσπαθήσουν να δείξουν ότι η υπόθεση δεν τους αφορά και ότι άσκησαν τα καθήκοντά τους εντός της νομιμότητας, επιδόθηκαν σε μια χωρίς προηγούμενο προσπάθεια, που συγκρίνετε μόνο με πρακτικές που θυμίζουν Μαφία, να μειώσουν το κύρος των προστατευόμενων μαρτύρων, να απαιτήσουν να αποκαλυφθούν τα στοιχεία τους, ούτε λίγο πολύ να πουν ότι «τους ψάχνουν».
Σε αυτό το κλίμα έρχεται ο Τριανταφυλλόπουλος να κάνει την αποκάλυψή του. Μια κίνηση, που εάν όντως ισχύει, στην πραγματικότητα σπάζοντας το μηχανισμό της προστασίας, που βασική του πλευρά είναι ακριβώς η ανωνυμία των μαρτύρων, απλώς καθιστά τους συγκεκριμένους μάρτυρες έκθετους σε κάθε είδους απειλές και σε κάθε είδους τρομοκράτηση. Σε τέτοιες πρακτικές, συνειδητά ή ασύνειδα, βάζει πλάτη με την πρακτική του ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος.
Και εδώ δεν χωράει ως απάντηση το «αφού βρήκα το όνομα, θα το δημοσιεύσω». Εάν θέλουμε η δημοσιογραφία να είναι λειτούργημα άξιο σεβασμού και όχι η έμπρακτη απόδειξη του συνθήματος «αλήτες – ρουφιάνοι – δημοσιογράφοι», δεν δημοσιεύουμε τα πάντα. Δημοσιεύουμε αυτά που στέκουν, αυτά που «δένουν» με βάση πηγές και στοιχεία και κυρίως αυτά που αποτελούν είδηση, δηλαδή αυτά που βοηθούν την κοινωνία να σχηματίσει γνώμη και που πιέζουν την εξουσία να αναλάβει δράση. Δεν δημοσιεύουμε τα πάντα. Γιατί αυτή είναι η λεπτή κόκκινη γραμμή που κάποτε διαχωρίζει τη δημοσιογραφία από την αλητεία.